Η αλήθεια βρίσκεται στους Sex Pistols. Η εξήγηση για αυτό που θα διαβάσετε βρίσκεται στον Απίτη.
-Πάλι ντόρτια ήφερα!
Κάπως έτσι ξεκινούσε πάντα ο καυγάς ανάμεσα στον Μήτσο και στον Νώντα, grand maitres του ευγενούς αθλήματος του ταβλιού.
-Μία (γκλανκ!)...δύο (γκλανκ!) ...τρεις (γκλανκ!) και μία δώρο απ'το κατάστημα για το εξάπορτο (γκλανκ!) τέσσερις.
-Δεν είσαι άνθρωπος εσύ ρε γαμημένε Μήτσο. Απευθείας σύνδεση με την Παναγία έχεις και σου κάθεται όλη την ώρα το ζάρι; Δεν παίζω άλλο μαζί σου ρε.
-Τι μας λες μωρή κυρία; Μια τελευταία παρτίδα θα παίξεις για την τιμή των όπλων. Στήσ'τα και μη λες πολλά.
-Τζενάκι, γκελ μπουρντά!
Το Τζενάκι ήταν η γκαρσόνα και ανιψιά του θείου Κώστα με το φερώνυμο καφενέ, στον οποίο διαδραματίζεται η ιστορία μας.
-Στα πεταχτά μοιράζω τις μισές...στο πιάτο κι ο μεζές...μαρίδα και τυρί...έφτασε τραγουδώντας το Τζενάκι. Δε βαρεθήκατε ακόμα, βρε παλιορεμπεσκέδες, να πάτε σπίτια σας, να ξεκουραστώ και γω λίγο; έκανε ότι τους μαλώνει.
-Άντε, άντε, γλωσσού, εμείς σε πληρώνουμε κι εσένα και τον μπάρμπα σου, είπε ο Νώντας. Λοιπόν, θα φέρεις ένα φραπεδάκι για τον Μήτσο και...ένα "φραπεδάκι" για μένα...πρόσθεσε με ένα πονηρό κλείσιμο του ματιού στην τσαχπίνα και χαριτωμένη γκαρσόνα.
-Να σ'αστράψω μια να σε πω εγώ...έκανε η Τζένη και κατευθύνθηκε στην κουζίνα.
-Λοιπόν, αιώνιε λούζερ, ρίχνε το ζάρι πριν νυχτώσουμε.
-Χασσόδυο! Γαμώ τα βυζιά της πεταλούδας...δε με θέλει το μπουρδέλο το ζάρι.
-Ούτε το ζάρι σε θέλει, ούτε το Τζενάκι. Γι'αυτό κόψε τα πολλά πολλά.
-Σκάσε ρε και με θέλει...με θέλει αλλά μου κάνει πείσματα, για να με καψουρέψει...
-Ακούει Νώντας και φτύνει ρε...να 'τες κι οι πεντάρες! (Γκλανκ!...γκλανκ...γκλανκ!...γκλανκ!) Όπως σε βλέπω και με βλέπεις. Αλλού είναι η καρδιά της πιτσιρίκας. Άσε που κι ο μπάρμπας δεν πρόκειται να σε κάνει γαμπρό του.
-Ο μπάρμπας που κολλάει ρε μαλάκα;
-Αυτός μεγάλωσε τη Τζένη ρε. Οι γονείς της τους σκότωσε ένας ληστής κάποτε σε ένα στενό.
-Σιγά τον Μπάτμαν...
Την ίδια ώρα στην κουζίνα, η Τζένη αντί να φτιάχνει τους καφέδες κωλυσιεργούσε. Με ιδιαίτερη έμφαση στο "κωλ-". Βλέπετε, από την πίσω πόρτα είχε σκάσει αυτός που είχε την "καρδιά της πιτσιρίκας", ο Γιάννης.
-Τζένη! ακούστηκε ξαφνικά η βραχνή φωνή του Θείου Κώστα. Έτοιμοι οι καφέδες. Πήγαινέ τους στο τραπέζι!
-Ναι, Θείο, έρχομαι! φώναξε η Τζένη, αλλά δεν κουνήθηκε από μέσα απ'τα χέρια του Γιάννη.
-Ε κουνήσου ντε!
-Τώρα, τώρα! αλλά συνέχισε να παραμένει στην ίδια θέση.
-Άρχισε πάλι τα σαλιαρίσματα, έκανε με μια έκφραση ψευτοαπογοήτευσης ο θείος Κώστας στον φίλο του τον Βάγγο, που είχε έρθει να θυμηθούνε τότε με τον Κούδα και τον Δημόπουλο το Φονιά που η Παοκάρα μεσουρανούσε. Αυτό το κορίτσι τα μυαλά πάνω απ'το κεφάλι...
-Ε...στον καιρό μας...εμείς τις ξεμυαλίζαμε κάτι τέτοιες...έκανε με νόημα ο Βάγγος.
-Πού εκείνα τα χρόνια, Βάγγο...να σε πω...τώρα που δε βλέπει η μικρή...δώσ'με ένα τσιγάρο...λέει ο γιατρός δεν κάνει κι ιστορίες τώρα τι με λες και τι σε λέω...
Τράβηξε αργά και μερακλήδικα την πρώτη τζούρα, καθώς θυμότανε τα νιάτα του, όταν μετά από πέντε χρόνια στα καράβια ξεμπάρκαρε και άνοιξε τον καφενέ με τις οικονομίες του. Και με μια επιχορήγηση που πήρε από την κυβέρνηση για κάτι στρέμματα ελιές στη Χαλκιδική. Ούτε μια ελιά δεν είχε μαζέψει ποτέ από κείνα τα δέντρα. Αλλαγή γαρ...
-Θείο! Δε σ'έχω πει να μην καπνίζεις; έκανε η Τζένη, η οποία είχε χορτάσει τα χάδια του αγαπητικού της.
-Κι εγώ δε σ'έχω πει να μη σαλιαρίζεις; Περιμένουν οι πελάτες τους καφέδες τους!
-Ποιοι πελάτες; Αυτά τα ρεμάλια που παίζουν όλη μέρα τάβλι; Χαράς τους πελάτες!
-Μια γλώσσα...μια γλώσσα...πιο μεγάλη κι απ'το μπόι σου! Τσακίσου κι άσε με να τα πω με το Βάγγο! έκανε ότι ψευτοθυμώνει ο Θείος-δεν θα μπορούσε ποτέ να θυμώσει στ'αλήθεια με την ανιψιά του, "εκτός κι αν του έφερνε για γαμπρό το Νώντα".
-Μάστα κύιε οικητά! ανήγγειλε με μια ανάσα η Τζένη χαιρετώντας σε στάση προσοχής.
-Βρε άμα σε πιάσω με τη μαγκούρα...έκανε ο Θείος κι η Τζένη έφυγε με τους καφέδες.
Στο τραπέζι, το παιχνίδι συνεχιζόταν όπως ακριβώς το είχαμε αφήσει.
-Πάλι εξάπορτο ρε τρισάθλιε; Θα φέρω παπά να ευλογήσει το τάβλι!
-Συγνώμη που διακόπτω την παρτίδα σας, Δούκα της Ουαλίας και Κόμητα του Σάσεξ, έκανε ειρωνικά η Τζένη, αλλά έφερα τα φραπεδάκια σας.
-Πω...πω...πω...έκανε ο Νώντας...τι ποίημα ήταν αυτό που μας απήγγειλες πάλι!
-Καλέ τι λέει αυτός; Άρχισε πάλι να πίνει τα αφορολόγητα; Δεν απήγγειλα κανένα ποίημα.
-Ε πώς...πώς...μας το απήγγειλες με τη γλώσσα του σώματος!
-Άκου να σε πω, Νώντα...έκανε η Τζένη, απηυδισμένη με τις χοντράδες που άκουγε, έχεις βγάλει ποτέ γκόμενα με αυτές τις μαλακίες;
-Ε...όχι...αλλά όσο ζω ελπίζω. Ντουμ σπίρο σπέρο, που λέγανε κι οι Αρχαίοι Αιγύπτιοι...
-Δεν ξέρω τι λέγανε οι Αρχαίοι Αιγύπτιοι, άμα σε δει όμως ο Γιάννης μου θα σε σπείρει δυο μέτρα κάτω απ'το χώμα, κι έφυγε ξανά για την κουζίνα.
-Το χάσαμε το κορμί, πατριώ...τη...αναστέναξε ο Νώντας ενθυμούμενος την παλιά διαφήμιση.
-Δεν μπορείς να χάσεις κάτι που δεν είχες ποτέ...γι'αυτό κι ο ΠΑΟΚ δεν έχασε το πρωτάθλημα φέτος, ειρωνεύτηκε ο Μήτσος.
-Άντε βρε παλιοσκουλήκι που μιλάς κιόλας...η Γ'Εθνική ρωτάει κι ανησυχεί...
Την ίδια ώρα, ο Θείος κι ο Βάγγος είχαν γυρίσει το χρόνο πίσω, τότε που αυτοί ήταν σαν τον Μήτσο και τον Νώντα.
-Θυμάσαι ρε Βάγγο τότε που πηδήξαμε τη μάντρα απ'το στρατόπεδο για να πάμε στις πουτάνες και μόλις βγήκαμε απ'το μπουρδέλο πέσαμε πάνω στο λοχαγό;
-Ξεχνιούνται ρε Κώστα σαράντα μέρες φυλακή; Εσύ θυμάσαι τότε που ήθελες να κάνεις καντάδα σε μια πιτσιρίκα με τη γκαριδοφωνάρα σου, και βγήκε ο πατέρας της και σε κυνηγούσε με την καραμπίνα;
-Τι με θύμισες τώρα! Όλη την Όλγας την κατέβηκα τρέχοντας. Το θυμάμαι κι ακόμα λαχανιάζω. Εσύ θυμάσαι τότε που...
-Όχι, γιατί μόλις θυμήθηκα ότι με περιμένει η Νίτσα στο σπίτι, με τον πλάστη επ'ώμου αρμ! έκανε αλαφιασμένος ο Βάγγος. Σε χαιρετώ, παλιέ μου φίλε.
-Α ρε Βάγγο...γι'αυτό δεν παντρεύτηκα ωρέ! Πήγαινε στην ευχή του Θεού...
-ΟΧΙ ΠΑΛΙ ΕΞΑΡΕΣ ΓΑΜΩ ΤΟΝ ΑΞΟΝΑ ΤΗΣ ΓΗΣ!
Ο Νώντας είχε αρχίσει να εξοργίζεται με τη συνεχιζόμενη κωλοφαρδία του Μήτσου.
-Θείο Κώστα, έλα κάτσε μαζί μας! τον προσκάλεσε ο Νώντας, για να γλιτώσει από τον διαρκή ταβλιστικό εξευτελισμό του.
-Να κάτσω, ρε παιδιά, να κάτσω. Μα δε με λέτε. Εσείς, νέα παιδιά, τι γυρεύετε κι έρχεστε στον καφενέ μου; Αυτό είναι μέρος για παππούδια σαν κι εμένα!
-Μα είναι πολύ χίπστερ, "εξήγησε" ο Νώντας.
-Τι; Ποιος φταρνίστηκε; ρώτησε ο Θείος.
-Τίποτα, Θείο, οι βλακείες του Νώντα, είπε ο Μήτσος.
-Βασικά είναι ένας καινούριος τρόπος ζωής, εξήγησε ο Νώντας, που ανακαλύπτεις και αναβιώνεις πράγματα που είχαν ξεπεραστεί και ξεχαστεί απ'το χρόνο. Ο καφενές ένα πράμα!
-Άκου πατέντα! έκανε ο Θείος. Και όλη μέρα γκλαν γκλουν γκλαν γκλουν τα πούλια, δεν έχετε δουλειά να κάνετε;
-Ξέρεις τι είναι, Θείο, να έχεις τελειώσει Ηπατολόγος και να μη μπορείς να βρεις δουλειά; Ποιος, ο Ηπατολόγος, με τόσα χρόνια σπουδές! είπε ο Μήτσος.
-Να, τώρα περιμένουμε με τη νέα κυβέρνηση να μπούμε σε ένα προγραμματάκι...συμπλήρωσε ο Νώντας.
-Γι'αυτό πάει η νέα γενιά κατά διαόλου! έκανε θυμωμένος ο Θείος. Εμείς στα χρόνια σας, βρε κοπρόσκυλα, δεν περιμέναμε καμιά κυβέρνηση και κανένα προγραμματάκι. Εγώ όταν δεν είχα τι να κάνω, μπάρκαρα στο καράβι και μ'έφαγε η θάλασσα, το ξεροβόρι κι η μαύρη ξενιτιά!
-Ωχ, άρχισε τη γκρίνια ο Θείος...αναστέναξε ο Νώντας.
-Γκρίνια; Καθόλου γκρίνια! αντιγύρισε ο Θείος. Ίσα ίσα που θυμάμαι και νοσταλγώ εκείνα τα χρόνια. Έχω κι ενθύμια βέβαια από τότε, και λέγοντας αυτό σήκωσε το μανίκι απ'το πουκάμισό του και έδειξε στο Νώντα και τον Μήτσο το τατουάζ μιας γοργόνας που έγραφε από κάτω "Ραμόνα".
-Πω, πω! θαύμασε ο Μήτσος. Αυτό είναι τατού ρε! Κι εσύ ήθελες να χτυπήσεις το Κινέζικο σύμβολο της μαλακίας...
-Της αρμονίας ήτανε ρε!
-Της αρμονίας, της μαλακίας, για σένα το ίδιο κάνει. Για πες μας, Θείο, την ιστορία πίσω απ'το τατουάζ!
-Να σας την πω...πάνε και πολλά χρόνια βέβαια και δεν τα θυμάμαι κι όλα...πρώτο ταξίδι, έτυχε ναύλος για το Νότο...δύσκολες βάρδιες, κακός ύπνος και μαλάρια...
-Ώπα και Καββαδία ο Θείος!
-Είχαμε φορτώσει από τον Περαία για Αυστραλία. Κάναμε ένα μήνα να δούμε στεριά. Τελικά πιάσαμε στον Παναμά, στη διώρυγα. Μόλις δέσαμε, καταλαβαίνετε, τρέξαμε όλοι στις πουτάνες. Δύσκολο πράμα το καράβι, παιδιά. Επί ένα μήνα τρώγαμε ο ένας στη μάπα τον άλλον, μέσα σε ένα σιδερένιο κουτί, και γυναίκα ούτε με το κυάλι! Με το που βγαίνω απ'το καράβι, με πλευρίζει αμέσως μια πιτσιρίκα.
-Κατακτήσεις ο Θείος!
-Είκοσι χρονών ήμουνα. Τότε που λέτε, μ'έβλεπε ο Παπαμιχαήλ κι έσκυβε το κεφάλι απ'τη ζήλεια. Ήτανε δεν ήτανε δεκαπέντε χρονών η μικρή. Αφότου έγινε ό,τι έγινε, με κάτι κουτσοαμερικάνικα που ήξερε αυτή και κάτι κουτσοαμερικάνικα που ήξερα κι εγώ, μου είπε την ιστορία της. Την είχανε βγάλει στο κλαρί οι συμμορίες των ναρκωτικών. Αυτός ο διάολος, που ποτέ να μην τον αγγίξετε!
-Οι πίτσες σας, 20 ευρώ παρακαλώ, τον διέκοψε ο πιτσαδόρος.
-Τι...ποιος παρήγγειλε πίτσες;
-Εγώ, Θείο! είπε η Τζένη, που είχε πάρει μια καρέκλα και καθόταν για να ακούσει την ιστορία. Για να φάμε και τίποτα.
-Ο γιατρός λέει ότι δεν κάνει να τρώω παχυντικά, ειρωνεύτηκε ο Θείος.
-Μια γλώσσα...μια γλώσσα...πιο μεγάλη κι απ'το μπόι σου! του ανταπέδωσε την ειρωνεία η Τζένη.
-Τη λέγανε Ραμόνα, συνέχισε την ιστορία του ο Θείος. Ήταν τόσο όμορφη, σαν μια γοργόνα που βγήκε στη στεριά. Ήταν κρίμα κι άδικο να την πιάνουν στα χυδαία χέρια τους όλοι αυτοί οι ναύτες κι οι Αμερικάνοι στρατιώτες. Τη λυπήθηκε η ψυχή μου. Θα πληρωνόμουν μόλις πιάναμε στην Αυστραλία. Της υποσχέθηκα να κάνει υπομονή λίγες μέρες και, στο ταξίδι της επιστροφής, θα της έβγαζα εισιτήριο να έρθει μαζί στην Ελλάδα.
-Ωραίος μάγκας ο θείος!
-Δυστυχώς, δεν έμελλε ποτέ να συμβεί. Μόλις πιάσαμε ξανά στον Παναμά, μετά από δυο μήνες, έψαξα σε όλα τα "στέκια" του λιμανιού να τη βρω. Γουέρ ιζ Ραμόνα, γουέρ ιζ Ραμόνα, τίποτα. Μόνο στο μπαρ που πρωτοείχαμε ειδωθεί έμαθα ότι σκοτώθηκε σε μια μάχη μεταξύ των συμμοριών. Πάει η Ραμόνα! Αμέσως έξω απ'το μπαρ ήταν ένας που έκανε τατουάζ. Εκείνη τη στιγμή, χωρίς δεύτερη σκέψη, του είπα να μου κάνει αυτό που βλέπετε. Για να μην την ξεχάσω ποτέ. Και δεν την ξέχασα. Κι ας πέρασαν γυναίκες και γυναίκες από τα χέρια μου...
-Κι από το...πήγε να πει ο Νώντας, αλλά η Τζένη του έκανε αμέσως "σουτ!", γιατί χαλούσε τη συγκίνηση της στιγμής.
-...και δε φαντάζεστε πόσες από δαύτες πέρασαν απ'τα χέρια μου, ακούγοντας αυτή την ιστορία!
Εκεί όλοι μαζί γέλασαν.
-Λοιπόν, ώρα να κλείνουμε, είπε η Τζένη, σαν να ήταν αυτή το αφεντικό του μαγαζιού. Κι εσείς, βρωμόσκυλα, δρόμο!
-Έτσι μας διώχνεις χωρίς ένα φιλί; έκανε ο Νώντας. Η απάντηση που εισέπραξε ήταν τρία φάσκελα.
-Εδώ θα 'μαστε πάλι αύριο έτσι κι αλλιώς, είπε ο Μήτσος. Με το τάβλι, το φραπέ, και καμιά ιστορία του Θείου Κώστα άμα λάχει...
Αυτά, και να προσέχετε μην αγοράσετε από έναν γέρο έμπορο στ'Αλγέρι ένα μικρό αφρικάνικο ατσάλινο μαχαίρι από αυτά που συνηθούν και παίζουν οι Αραπάδες και τα λοιπά και τα λοιπά.
-Πάλι ντόρτια ήφερα!
Κάπως έτσι ξεκινούσε πάντα ο καυγάς ανάμεσα στον Μήτσο και στον Νώντα, grand maitres του ευγενούς αθλήματος του ταβλιού.
-Μία (γκλανκ!)...δύο (γκλανκ!) ...τρεις (γκλανκ!) και μία δώρο απ'το κατάστημα για το εξάπορτο (γκλανκ!) τέσσερις.
-Δεν είσαι άνθρωπος εσύ ρε γαμημένε Μήτσο. Απευθείας σύνδεση με την Παναγία έχεις και σου κάθεται όλη την ώρα το ζάρι; Δεν παίζω άλλο μαζί σου ρε.
-Τι μας λες μωρή κυρία; Μια τελευταία παρτίδα θα παίξεις για την τιμή των όπλων. Στήσ'τα και μη λες πολλά.
-Τζενάκι, γκελ μπουρντά!
Το Τζενάκι ήταν η γκαρσόνα και ανιψιά του θείου Κώστα με το φερώνυμο καφενέ, στον οποίο διαδραματίζεται η ιστορία μας.
-Στα πεταχτά μοιράζω τις μισές...στο πιάτο κι ο μεζές...μαρίδα και τυρί...έφτασε τραγουδώντας το Τζενάκι. Δε βαρεθήκατε ακόμα, βρε παλιορεμπεσκέδες, να πάτε σπίτια σας, να ξεκουραστώ και γω λίγο; έκανε ότι τους μαλώνει.
-Άντε, άντε, γλωσσού, εμείς σε πληρώνουμε κι εσένα και τον μπάρμπα σου, είπε ο Νώντας. Λοιπόν, θα φέρεις ένα φραπεδάκι για τον Μήτσο και...ένα "φραπεδάκι" για μένα...πρόσθεσε με ένα πονηρό κλείσιμο του ματιού στην τσαχπίνα και χαριτωμένη γκαρσόνα.
-Να σ'αστράψω μια να σε πω εγώ...έκανε η Τζένη και κατευθύνθηκε στην κουζίνα.
-Λοιπόν, αιώνιε λούζερ, ρίχνε το ζάρι πριν νυχτώσουμε.
-Χασσόδυο! Γαμώ τα βυζιά της πεταλούδας...δε με θέλει το μπουρδέλο το ζάρι.
-Ούτε το ζάρι σε θέλει, ούτε το Τζενάκι. Γι'αυτό κόψε τα πολλά πολλά.
-Σκάσε ρε και με θέλει...με θέλει αλλά μου κάνει πείσματα, για να με καψουρέψει...
-Ακούει Νώντας και φτύνει ρε...να 'τες κι οι πεντάρες! (Γκλανκ!...γκλανκ...γκλανκ!...γκλανκ!) Όπως σε βλέπω και με βλέπεις. Αλλού είναι η καρδιά της πιτσιρίκας. Άσε που κι ο μπάρμπας δεν πρόκειται να σε κάνει γαμπρό του.
-Ο μπάρμπας που κολλάει ρε μαλάκα;
-Αυτός μεγάλωσε τη Τζένη ρε. Οι γονείς της τους σκότωσε ένας ληστής κάποτε σε ένα στενό.
-Σιγά τον Μπάτμαν...
Την ίδια ώρα στην κουζίνα, η Τζένη αντί να φτιάχνει τους καφέδες κωλυσιεργούσε. Με ιδιαίτερη έμφαση στο "κωλ-". Βλέπετε, από την πίσω πόρτα είχε σκάσει αυτός που είχε την "καρδιά της πιτσιρίκας", ο Γιάννης.
-Τζένη! ακούστηκε ξαφνικά η βραχνή φωνή του Θείου Κώστα. Έτοιμοι οι καφέδες. Πήγαινέ τους στο τραπέζι!
-Ναι, Θείο, έρχομαι! φώναξε η Τζένη, αλλά δεν κουνήθηκε από μέσα απ'τα χέρια του Γιάννη.
-Ε κουνήσου ντε!
-Τώρα, τώρα! αλλά συνέχισε να παραμένει στην ίδια θέση.
-Άρχισε πάλι τα σαλιαρίσματα, έκανε με μια έκφραση ψευτοαπογοήτευσης ο θείος Κώστας στον φίλο του τον Βάγγο, που είχε έρθει να θυμηθούνε τότε με τον Κούδα και τον Δημόπουλο το Φονιά που η Παοκάρα μεσουρανούσε. Αυτό το κορίτσι τα μυαλά πάνω απ'το κεφάλι...
-Ε...στον καιρό μας...εμείς τις ξεμυαλίζαμε κάτι τέτοιες...έκανε με νόημα ο Βάγγος.
-Πού εκείνα τα χρόνια, Βάγγο...να σε πω...τώρα που δε βλέπει η μικρή...δώσ'με ένα τσιγάρο...λέει ο γιατρός δεν κάνει κι ιστορίες τώρα τι με λες και τι σε λέω...
Τράβηξε αργά και μερακλήδικα την πρώτη τζούρα, καθώς θυμότανε τα νιάτα του, όταν μετά από πέντε χρόνια στα καράβια ξεμπάρκαρε και άνοιξε τον καφενέ με τις οικονομίες του. Και με μια επιχορήγηση που πήρε από την κυβέρνηση για κάτι στρέμματα ελιές στη Χαλκιδική. Ούτε μια ελιά δεν είχε μαζέψει ποτέ από κείνα τα δέντρα. Αλλαγή γαρ...
-Θείο! Δε σ'έχω πει να μην καπνίζεις; έκανε η Τζένη, η οποία είχε χορτάσει τα χάδια του αγαπητικού της.
-Κι εγώ δε σ'έχω πει να μη σαλιαρίζεις; Περιμένουν οι πελάτες τους καφέδες τους!
-Ποιοι πελάτες; Αυτά τα ρεμάλια που παίζουν όλη μέρα τάβλι; Χαράς τους πελάτες!
-Μια γλώσσα...μια γλώσσα...πιο μεγάλη κι απ'το μπόι σου! Τσακίσου κι άσε με να τα πω με το Βάγγο! έκανε ότι ψευτοθυμώνει ο Θείος-δεν θα μπορούσε ποτέ να θυμώσει στ'αλήθεια με την ανιψιά του, "εκτός κι αν του έφερνε για γαμπρό το Νώντα".
-Μάστα κύιε οικητά! ανήγγειλε με μια ανάσα η Τζένη χαιρετώντας σε στάση προσοχής.
-Βρε άμα σε πιάσω με τη μαγκούρα...έκανε ο Θείος κι η Τζένη έφυγε με τους καφέδες.
Στο τραπέζι, το παιχνίδι συνεχιζόταν όπως ακριβώς το είχαμε αφήσει.
-Πάλι εξάπορτο ρε τρισάθλιε; Θα φέρω παπά να ευλογήσει το τάβλι!
-Συγνώμη που διακόπτω την παρτίδα σας, Δούκα της Ουαλίας και Κόμητα του Σάσεξ, έκανε ειρωνικά η Τζένη, αλλά έφερα τα φραπεδάκια σας.
-Πω...πω...πω...έκανε ο Νώντας...τι ποίημα ήταν αυτό που μας απήγγειλες πάλι!
-Καλέ τι λέει αυτός; Άρχισε πάλι να πίνει τα αφορολόγητα; Δεν απήγγειλα κανένα ποίημα.
-Ε πώς...πώς...μας το απήγγειλες με τη γλώσσα του σώματος!
-Άκου να σε πω, Νώντα...έκανε η Τζένη, απηυδισμένη με τις χοντράδες που άκουγε, έχεις βγάλει ποτέ γκόμενα με αυτές τις μαλακίες;
-Ε...όχι...αλλά όσο ζω ελπίζω. Ντουμ σπίρο σπέρο, που λέγανε κι οι Αρχαίοι Αιγύπτιοι...
-Δεν ξέρω τι λέγανε οι Αρχαίοι Αιγύπτιοι, άμα σε δει όμως ο Γιάννης μου θα σε σπείρει δυο μέτρα κάτω απ'το χώμα, κι έφυγε ξανά για την κουζίνα.
-Το χάσαμε το κορμί, πατριώ...τη...αναστέναξε ο Νώντας ενθυμούμενος την παλιά διαφήμιση.
-Δεν μπορείς να χάσεις κάτι που δεν είχες ποτέ...γι'αυτό κι ο ΠΑΟΚ δεν έχασε το πρωτάθλημα φέτος, ειρωνεύτηκε ο Μήτσος.
-Άντε βρε παλιοσκουλήκι που μιλάς κιόλας...η Γ'Εθνική ρωτάει κι ανησυχεί...
Την ίδια ώρα, ο Θείος κι ο Βάγγος είχαν γυρίσει το χρόνο πίσω, τότε που αυτοί ήταν σαν τον Μήτσο και τον Νώντα.
-Θυμάσαι ρε Βάγγο τότε που πηδήξαμε τη μάντρα απ'το στρατόπεδο για να πάμε στις πουτάνες και μόλις βγήκαμε απ'το μπουρδέλο πέσαμε πάνω στο λοχαγό;
-Ξεχνιούνται ρε Κώστα σαράντα μέρες φυλακή; Εσύ θυμάσαι τότε που ήθελες να κάνεις καντάδα σε μια πιτσιρίκα με τη γκαριδοφωνάρα σου, και βγήκε ο πατέρας της και σε κυνηγούσε με την καραμπίνα;
-Τι με θύμισες τώρα! Όλη την Όλγας την κατέβηκα τρέχοντας. Το θυμάμαι κι ακόμα λαχανιάζω. Εσύ θυμάσαι τότε που...
-Όχι, γιατί μόλις θυμήθηκα ότι με περιμένει η Νίτσα στο σπίτι, με τον πλάστη επ'ώμου αρμ! έκανε αλαφιασμένος ο Βάγγος. Σε χαιρετώ, παλιέ μου φίλε.
-Α ρε Βάγγο...γι'αυτό δεν παντρεύτηκα ωρέ! Πήγαινε στην ευχή του Θεού...
-ΟΧΙ ΠΑΛΙ ΕΞΑΡΕΣ ΓΑΜΩ ΤΟΝ ΑΞΟΝΑ ΤΗΣ ΓΗΣ!
Ο Νώντας είχε αρχίσει να εξοργίζεται με τη συνεχιζόμενη κωλοφαρδία του Μήτσου.
-Θείο Κώστα, έλα κάτσε μαζί μας! τον προσκάλεσε ο Νώντας, για να γλιτώσει από τον διαρκή ταβλιστικό εξευτελισμό του.
-Να κάτσω, ρε παιδιά, να κάτσω. Μα δε με λέτε. Εσείς, νέα παιδιά, τι γυρεύετε κι έρχεστε στον καφενέ μου; Αυτό είναι μέρος για παππούδια σαν κι εμένα!
-Μα είναι πολύ χίπστερ, "εξήγησε" ο Νώντας.
-Τι; Ποιος φταρνίστηκε; ρώτησε ο Θείος.
-Τίποτα, Θείο, οι βλακείες του Νώντα, είπε ο Μήτσος.
-Βασικά είναι ένας καινούριος τρόπος ζωής, εξήγησε ο Νώντας, που ανακαλύπτεις και αναβιώνεις πράγματα που είχαν ξεπεραστεί και ξεχαστεί απ'το χρόνο. Ο καφενές ένα πράμα!
-Άκου πατέντα! έκανε ο Θείος. Και όλη μέρα γκλαν γκλουν γκλαν γκλουν τα πούλια, δεν έχετε δουλειά να κάνετε;
-Ξέρεις τι είναι, Θείο, να έχεις τελειώσει Ηπατολόγος και να μη μπορείς να βρεις δουλειά; Ποιος, ο Ηπατολόγος, με τόσα χρόνια σπουδές! είπε ο Μήτσος.
-Να, τώρα περιμένουμε με τη νέα κυβέρνηση να μπούμε σε ένα προγραμματάκι...συμπλήρωσε ο Νώντας.
-Γι'αυτό πάει η νέα γενιά κατά διαόλου! έκανε θυμωμένος ο Θείος. Εμείς στα χρόνια σας, βρε κοπρόσκυλα, δεν περιμέναμε καμιά κυβέρνηση και κανένα προγραμματάκι. Εγώ όταν δεν είχα τι να κάνω, μπάρκαρα στο καράβι και μ'έφαγε η θάλασσα, το ξεροβόρι κι η μαύρη ξενιτιά!
-Ωχ, άρχισε τη γκρίνια ο Θείος...αναστέναξε ο Νώντας.
-Γκρίνια; Καθόλου γκρίνια! αντιγύρισε ο Θείος. Ίσα ίσα που θυμάμαι και νοσταλγώ εκείνα τα χρόνια. Έχω κι ενθύμια βέβαια από τότε, και λέγοντας αυτό σήκωσε το μανίκι απ'το πουκάμισό του και έδειξε στο Νώντα και τον Μήτσο το τατουάζ μιας γοργόνας που έγραφε από κάτω "Ραμόνα".
-Πω, πω! θαύμασε ο Μήτσος. Αυτό είναι τατού ρε! Κι εσύ ήθελες να χτυπήσεις το Κινέζικο σύμβολο της μαλακίας...
-Της αρμονίας ήτανε ρε!
-Της αρμονίας, της μαλακίας, για σένα το ίδιο κάνει. Για πες μας, Θείο, την ιστορία πίσω απ'το τατουάζ!
-Να σας την πω...πάνε και πολλά χρόνια βέβαια και δεν τα θυμάμαι κι όλα...πρώτο ταξίδι, έτυχε ναύλος για το Νότο...δύσκολες βάρδιες, κακός ύπνος και μαλάρια...
-Ώπα και Καββαδία ο Θείος!
-Είχαμε φορτώσει από τον Περαία για Αυστραλία. Κάναμε ένα μήνα να δούμε στεριά. Τελικά πιάσαμε στον Παναμά, στη διώρυγα. Μόλις δέσαμε, καταλαβαίνετε, τρέξαμε όλοι στις πουτάνες. Δύσκολο πράμα το καράβι, παιδιά. Επί ένα μήνα τρώγαμε ο ένας στη μάπα τον άλλον, μέσα σε ένα σιδερένιο κουτί, και γυναίκα ούτε με το κυάλι! Με το που βγαίνω απ'το καράβι, με πλευρίζει αμέσως μια πιτσιρίκα.
-Κατακτήσεις ο Θείος!
-Είκοσι χρονών ήμουνα. Τότε που λέτε, μ'έβλεπε ο Παπαμιχαήλ κι έσκυβε το κεφάλι απ'τη ζήλεια. Ήτανε δεν ήτανε δεκαπέντε χρονών η μικρή. Αφότου έγινε ό,τι έγινε, με κάτι κουτσοαμερικάνικα που ήξερε αυτή και κάτι κουτσοαμερικάνικα που ήξερα κι εγώ, μου είπε την ιστορία της. Την είχανε βγάλει στο κλαρί οι συμμορίες των ναρκωτικών. Αυτός ο διάολος, που ποτέ να μην τον αγγίξετε!
-Οι πίτσες σας, 20 ευρώ παρακαλώ, τον διέκοψε ο πιτσαδόρος.
-Τι...ποιος παρήγγειλε πίτσες;
-Εγώ, Θείο! είπε η Τζένη, που είχε πάρει μια καρέκλα και καθόταν για να ακούσει την ιστορία. Για να φάμε και τίποτα.
-Ο γιατρός λέει ότι δεν κάνει να τρώω παχυντικά, ειρωνεύτηκε ο Θείος.
-Μια γλώσσα...μια γλώσσα...πιο μεγάλη κι απ'το μπόι σου! του ανταπέδωσε την ειρωνεία η Τζένη.
-Τη λέγανε Ραμόνα, συνέχισε την ιστορία του ο Θείος. Ήταν τόσο όμορφη, σαν μια γοργόνα που βγήκε στη στεριά. Ήταν κρίμα κι άδικο να την πιάνουν στα χυδαία χέρια τους όλοι αυτοί οι ναύτες κι οι Αμερικάνοι στρατιώτες. Τη λυπήθηκε η ψυχή μου. Θα πληρωνόμουν μόλις πιάναμε στην Αυστραλία. Της υποσχέθηκα να κάνει υπομονή λίγες μέρες και, στο ταξίδι της επιστροφής, θα της έβγαζα εισιτήριο να έρθει μαζί στην Ελλάδα.
-Ωραίος μάγκας ο θείος!
-Δυστυχώς, δεν έμελλε ποτέ να συμβεί. Μόλις πιάσαμε ξανά στον Παναμά, μετά από δυο μήνες, έψαξα σε όλα τα "στέκια" του λιμανιού να τη βρω. Γουέρ ιζ Ραμόνα, γουέρ ιζ Ραμόνα, τίποτα. Μόνο στο μπαρ που πρωτοείχαμε ειδωθεί έμαθα ότι σκοτώθηκε σε μια μάχη μεταξύ των συμμοριών. Πάει η Ραμόνα! Αμέσως έξω απ'το μπαρ ήταν ένας που έκανε τατουάζ. Εκείνη τη στιγμή, χωρίς δεύτερη σκέψη, του είπα να μου κάνει αυτό που βλέπετε. Για να μην την ξεχάσω ποτέ. Και δεν την ξέχασα. Κι ας πέρασαν γυναίκες και γυναίκες από τα χέρια μου...
-Κι από το...πήγε να πει ο Νώντας, αλλά η Τζένη του έκανε αμέσως "σουτ!", γιατί χαλούσε τη συγκίνηση της στιγμής.
-...και δε φαντάζεστε πόσες από δαύτες πέρασαν απ'τα χέρια μου, ακούγοντας αυτή την ιστορία!
Εκεί όλοι μαζί γέλασαν.
-Λοιπόν, ώρα να κλείνουμε, είπε η Τζένη, σαν να ήταν αυτή το αφεντικό του μαγαζιού. Κι εσείς, βρωμόσκυλα, δρόμο!
-Έτσι μας διώχνεις χωρίς ένα φιλί; έκανε ο Νώντας. Η απάντηση που εισέπραξε ήταν τρία φάσκελα.
-Εδώ θα 'μαστε πάλι αύριο έτσι κι αλλιώς, είπε ο Μήτσος. Με το τάβλι, το φραπέ, και καμιά ιστορία του Θείου Κώστα άμα λάχει...
Αυτά, και να προσέχετε μην αγοράσετε από έναν γέρο έμπορο στ'Αλγέρι ένα μικρό αφρικάνικο ατσάλινο μαχαίρι από αυτά που συνηθούν και παίζουν οι Αραπάδες και τα λοιπά και τα λοιπά.
Ραμόνα Ραμόνα στη μούνα σου οι ναύτες τα έκαναν όλα...
ΑπάντησηΔιαγραφήΤι σκατά ρε μαλάκες πάθατε με τους καφενέδες να ούμ...νέα μαστιγα μας βρηκε?
Snake.
Ήξερα ότι μπορώ να βασιστώ σε σένα για να τα ισοπεδώσεις όλα. Εγώ βασικά το ξεσήκωσα απ'τον ΑΠΙ και αυτός το ξεσήκωσε από μια Άιρις Κόφι κάτι τέτοιο η οποία μάλλον το έβγαλε απ'τον κώλο της, δεν ξέρω.
ΔιαγραφήΚώλος, άιρις κόφι...τι σκατά ρε? Σκατολαγνεία σας έπιασε; Doing the black diamond?
ΔιαγραφήΠάντως με τόσο καφέ...η ροή σκατού είναι σίγουρη...
Snake.
Πάλι χέζεις τη συζήτηση.
ΔιαγραφήΕσύ άσε τα σχόλια και ετοιμάσου όταν σου πω να πας να μου πάρεις εισητήρια από το τίκετ χάουζ. :P Εκτός αν βγουν πάλι στο βίβα.γκρ
ΔιαγραφήΕδώ κώλος της άιρις κόφι!
ΔιαγραφήΣε ευχαριστώ πολύ πάντως για την ιστορία.
Καλογραμμένη .
H ευχαρίστηση ήταν όλη δική μου.
ΔιαγραφήTραβήξτε ρε παιδιά ένα καζανάκι!
ΔιαγραφήSnake
Σκατά εδώ, σκατά εκεί, σκατά ο κόσμος όλος, κι απ'το πολύ το χέσιμο μου πόνεσε ο κώλος.
ΔιαγραφήΗ Τζένη, αν δεν ήταν αυτή η δουλειά της, θα τους έστελνε τους παλιόγερους για 3336η επίσκεψη στον Ευαγγελισμό. Στάνταρ.
ΑπάντησηΔιαγραφήΡε ξυπνοπούλι, ο Μήτσος κι ο Νώντας είναι νέοι υποτίθεται.
ΔιαγραφήΣαν γερόντια κάνουν πάντως. Τόσο λιγούρηδες.
ΔιαγραφήΉ σαν μηχανολόγοι.
ΔιαγραφήΕσείς είστε μια κατηγορία από μόνοι σας.
ΔιαγραφήΜας κολακεύεις.
ΔιαγραφήΣα να βλέπω το Γιώργο τον ανατροπέα και τον άλλον με την καρκινοφωνή να συζητάνε στο καφενείο που βλέπουμε καμιά φορά μπάλα. Μόνο που αυτοί προσθέτουν και για κάποιες παλιές διάσημες που είχαν σπρώξει ενώ μπορεί να μην τους καθόταν ούτε η τρύπα του νεροχύτη.
ΑπάντησηΔιαγραφήΥ.Γ.: Ο Γιώργος ο ανατροπέας είναι ένα άτομο 45-50 που παίζει 200 ευρώ τη μέρα σε ανατροπές (και παίρνει τ' αρχίδια μου)
ΔιαγραφήΤ'αδειάζει στις ανατροπές με το ανατρεπόμενο δηλαδή; (οκ, πάω να αυτοχτονήσω).
Διαγραφή