Δεν έχετε θελήσει ποτέ να εκφράσετε μια συγκεκριμένη έννοια, μόνο και μόνο για να διαπιστώσετε ότι δεν υπάρχει λέξη στην ελληνική γλώσσα που να την αντικατοπτρίζει πλήρως; Ε, αυτές οι εποχές τελείωσαν. Τηλεφωνήστε τώρα στο 9011696969 και στην προνομιακή τιμή των 2 ευρώ θα λάβετε αυτό το υπέροχο λεξικό κι ένα μισοφαγωμένο πιτόγυρο. Κι όλα αυτά σε ένα υπέροχο βαλιτσάκι.
- Άι Ρονμάν: Προστάτης άγιος της μέταλ μουσικής και των υπερηρώων του αμερικανικού κινηματογράφου. Γιορτάζει το Μαύρο Σάββατο.
- Αλμπανιστήρι: Όταν παίρνεις μάτι κάποια συμπατριώτισσα της Ελένης Φουρέιρα, ή όταν ένας συμπατριώτης της Ελένης Φουρέιρα παίρνει μάτι εσένα, ή όταν κάποιος παίρνει κάποιαν μάτι (ασχέτως καταγωγής) υπό τους ήχους του Felicita.
- Αμβρωσία: Χώρα αχανής, ατελείωτης φυσικής ομορφιάς, γεμάτη θηλυκά που τα βλέπουμε (ιδίως ένας φίλος μου) και νιώθουμε σαν να τρώμε την τροφή των θεών. Τα λέω σωστά, Μανωλιό;
- Αναδελφή: Ομοφυλόφιλος που συμμερίζεται τις απόψεις του Χρήστου Σαρτζετάκη για το ελληνικό έθνος, ή ομοφυλόφιλος που δε βρίσκει κανέναν (κατά προτίμηση άντρα με αρκετά σκληρό πέος) που να τον καταλαβαίνει.
- Αφροδύσσεια: Τα βάσανα και οι περιπέτειες που περνάει κάποιος όταν μαθαίνει ότι πάσχει από σεξουαλικώς μεταδιδόμενο νόσημα.
- Αχρηστιανισμός: Θρησκεία της πλειοψηφίας των Ελλήνων. Η βασική της αρχή είναι να πιστεύεις ότι όλοι οι υπόλοιποι είναι άχρηστοι όταν εσύ είσαι ακόμα πιο άχρηστος από τους υπόλοιπους.
- Βισσηγότθος: Αυτός (αλλά κυρίως αυτή) που ενώ πορώνεται με Σταμάτη Γονίδη, Κομμένα πια τα Δανεικά και λοιπά θεάρεστα άσματα, παραέξω πουλάει το προφίλ του/της γκοθά/ους με το να φοράει μαύρα κολλητά και να ακούει Evanescence.
- Βοσκοσυμμαχία: Το ΚΚΕ. Ο όρος προήλθε από την λυκοσυμμαχία, η οποία αποτελείται από ΝΔ, ΠΑΣΟΚ, ΕΕ, ΔΝΤ και λοιπούς παρατρεχάμενους, και στην οποία ως γνωστόν το ΚΚΕ αντιτίθεται με όλες του τις δυνάμεις (;).
- Γαστρονομικό ποσόν: Τα χρήματα που θα αναγκαστείς να πληρώσεις όταν έρθει ο λογαριασμός του γκουρμεδιάρικου εστιατορίου που αποφάσισες να βγάλεις τη γκόμενα για να πουλήσεις μούρη τρομάρα σου.
- Δις Ιζ Σκάρτα: Έκφραση που αναφωνεί κανείς σε έμπορο που του πούλησε (ή πήγε να του πουλήσει) κακής ποιότητας εμπόρευμα, πριν τον κλωτσήσει σε μια μαύρη τρύπα.
- Δυοσμοπόλιταν: Λέξη που περιγράφει με συντομία όλα τα κοκτέιλ τύπου Κοσμοπόλιταν ή μοχιτοειδή με δυόσμους και τέτοια που πίνουν οι γκόμεναι και οι αδερφαί. Οι άντρηδοι πίνουν ουίσκια. Τέλος.
- Επιφύτηση: Αυτό που σου συμβαίνει όταν γράφεις διαγώνισμα και δεν ξέρεις το Χριστό σου, αλλά ξαφνικά συνειδητοποιείς ότι μπορείς άνετα να δεις τις απαντήσεις του φυτού της τάξης χωρίς να γίνεις αντιληπτός.
- Ζωγραφιάσκο: Αυτό που παθαίνεις όταν ενδίδεις στο πρήξιμο της γκόμενας να πάτε μαζί στην τάδε γκαλερί που έχει έκθεση ο τάδε σημαντικός ζωγράφος και αυτό που βλέπεις τελικά είναι μια σειρά από άσπρους πίνακες ή κάτι τέτοιο.
- Ηλιθεωρητικός: Τύπος που από αρκετά μακριά φαίνεται σοφιστικέ και διανοούμενος, αλλά όταν τον πλησιάζεις και ανοίγει το στόμα του (που θα το ανοίξει, δεν τη γλιτώνεις) διαπιστώνεις ότι έχει κάνει τη μαλακία επιστήμη.
- Θρασύπουλος: Τύπος που από αρκετά μακριά πάει να σου πουλήσει τσαμπουκά τύπου "ξέρεις τι έκανα χθες βράδυ με τη μάνα σου;" κι αν τον πλησιάσεις με λίγο αγριεμένο ύφος θα τρέχει μέχρι να πληρώσει η Ελλάδα το χρέος.
- Ιπποδότηση: Αυτό που γίνεται όταν παίρνεις λεφτά από κάποιον φορέα ή την Ευρωπαϊκή Ένωση για να κάνεις κάποιο έργο ή έρευνα, αλλά τελικά θεωρείς ότι είναι καλή ιδέα να πας να τα παίξεις στον ιππόδρομο.
- Καπούτιν: Η κατάσταση στην οποία βρίσκεσαι το επόμενο πρωί αφότου έχεις καταναλώσει μεγάλες ποσότητες ρώσικης βότκας. Εκ των καπούτ και Πούτιν.
- Καραγκιόζη Όζμπορν: Κάποιος που νομίζει ότι παίζει μέταλ αλλά δεν. Απλά δεν. Συνώνυμα: Ασχετάλικα, Σβήστεμ οφ α Ντάουν, Τζούντας Πρηξτ ή και Γκέι-σι-ντι-σι. Βλέπε και Vothrash Metal.
- Καταποστηματάρχης: Μικρομεσαίος Έλληνας επιχειρηματίας που δεν κόβει αποδείξεις, δεν πληρώνει ΦΠΑ, αν πουλάει φαγητό ο πάγκος του είναι παγοδρόμιο για κατσαρίδες και γενικά είναι η σαπίλα της ελληνικής κοινωνίας προσωποποιημένη.
- Καφρικανός: Μελαψός φίλος μας με καταγωγή από την Μαύρη Ήπειρο, ο οποίος είτε φέρεται με ανάρμοστο τρόπο, ως κάφρος, είτε έχει οξεία αίσθηση του αντρικού, λεγόμενου κάφρικου, χιούμορ.
- Κρεατίνος: Άνθρωπος χαμηλού νοητικού επιπέδου που προσπαθεί να καλύψει την έλλειψη εγκεφάλου αναπτύσσοντας μυϊκή μάζα με χημικά μέσα (hint: δεν τα καταφέρνει). Εκ των κρεατίνη και κρετίνος.
- Λετσοφορείο: Αυτοκινούμενο όχημα μεγάλων διαστάσεων που απαντάται σε κάθε μεγάλη πόλη που σέβεται τον εαυτό της και μεταφέρει κατά μήκος αυτής ανθρωποειδή που έχουν ως στόχο την ενεργητική συνουσία με την αισθητική σου.
- Μάνογουορ: Ο πόλεμος νεύρων που σου κάνει η μάνα σου προκειμένου να κάνεις κάποια αγγαρεία, π.χ να πας στο ΚΤΕΛ να πάρεις τα αυγά που έστειλε η θεία σου η Κικίτσα.
- Μάστερ οφ Φράπετς: Πτυχίο που χρησιμεύει μόνο για να λέει ο κάτοχός του ότι έχει πτυχίο, με το οποίο η μόνη δυνατότητα που έχει είναι να κάθεται σε μια καφετέρια και να πίνει φραπέδες.
- Μαστρόικα: Υδραυλικός, ηλεκτρολόγος ή εν γένει τεχνίτης που έρχεται συνέχεια στο σπίτι σου, σου ζητάει ένα σωρό λεφτά και τελικά οι βλάβες δε φτιάχνονται ποτέ.
- Μόρταλ Ρόμπατ: Κατάσταση στην οποία έχεις γίνει τόσο ρεζίλι (κοινώς ρόμπα) που θέλεις απλά να ψοφήσεις με συνοπτικές διαδικασίες.
- Μπαζακστάν: Το ακριβώς αντίθετο της Αμβρωσίας (βλ. σχετικό λήμμα), νούμερο ένα εξαγωγέας σαυρών-και καλίου, όπως φροντίζει να μας ενημερώσει ο Μπόρατ Σαγκντίγιεφ.
- Μπιν Ολάντεν: Χρησιμοποιείται από αυτούς που βλέπουν τον νέο πρόεδρο της Γαλλίας όπως έβλεπε ο Γεώργιος Βους τον γενειοφόρο φίλο μας μετά από εκείνο το ατυχηματάκι που πάρκαρε κατά λάθος τα αεροπλάνα του στο Παγκόσμιο Κέντρο Εμπορίου.
- Νιουμουνόδουλος: Αυτό το αίσχος της κοινωνίας που τολμά να θέλει να αποκαλείται και άνδρας αλλά όχι απλώς πηγαίνει να δει με την γκόμενα/υποψήφια/"για πάρτη σου έγινα καληνυχτάκιας" το Νιου Μουν ή κάτι τέτοιο, αλλά αυτός ήταν που το πρότεινε κιόλας.
- Ξεσκισθαρίστας: Κιθαρωδός, είτε ανήκων σε μπάντα είτε ελευθέρας βοσκής, ο οποίος έχει μεγάλη πέραση στο γυναικείο φύλο κι ως εκ τούτου κάθε νύχτα που πέφτει τον βρίσκει να ξεσκίζεται.
- Ουραντεβού: Το φαινόμενο κατά το οποίο ερωτευμένο ζευγάρι υπερηλίκων παράνομων εραστών κανονίζουν να βρεθούν κρυφά στην ουρά του τοπικού ΙΚΑ.
- Παγκάιβερ: Παίκτης ομαδικού αθλήματος ο οποίος, αν και σπανίως ξεκινάει βασικός, όταν μπαίνει δίνει τη λύση κι αφήνει τους πάντες άφωνους.
- Πουστροναύτης: Ομοφυλόφιλος που κουνάει τόσο πολύ και με τέτοια ένταση την αχλαδιά, που η γη δεν είναι αρκετή για να χωρέσει το πόσο αδερφή είναι.
- Προκαύλιο: Χώρος στον οποίο κάνει διάλειμμα σχολείο (συνήθως λύκειο, αλλά και γυμνάσιο για αυτούς που αγαπημένος τους καλλιτέχνης είναι ο Στέφανος Κορκολής) το οποίο είναι γεμάτο από ευπαρουσίαστες κορασίδες.
- Σημείο Master G: Σημείο που βρίσκεται στον εγκέφαλο ανδρών τε και γυναικών, ενεργοποιείται όταν διαβάζεις κάτι εφάμιλλα αστείο του Master G και σου προσφέρει πολλαπλούς οργασμούς από το γέλιο.
- Σπαστεϊσμός: Έκφραση που λέει κάποιος νομίζοντας ότι είναι αστεία αλλά δεν είναι, κι επειδή είναι αρούγκανο και νομίζει ότι κάτι θα καταφέρει έτσι, τη λέει ξανά και ξανά μέχρι να σου σπάσει τα νεύρα.
- Στρατοσφαίριση: Άθλημα στο οποίο προσπαθείς να τα βγάλεις πέρα με την γραφειοκρατία του Ελληνικού Στρατού αλλά τελικά καταλήγεις να γίνεσαι μπαλάκι από τη μία υπηρεσία στην άλλη.
- Τουπάκ Σαβούρ: Τύπος που νομίζει ότι είναι ράπερ αλλά στην πραγματικότητα είναι σκατά στα μούτρα του. Εκ του δημοφιλούς ράπερ Τουπάκ Σακούρ και της σαβούρας. Συνώνυμο του Ξέμινεμ, αλλά για πιο ψαγμένους. (βλ. και λήμμα "Καραγκιόζη Όζμπορν")
- Τρομπάμα: Πολιτικός που στην εκστρατεία του υπόσχεται ότι μπορεί να κάνει τα πάντα, αλλά στην πραγματικότητα δεν μπορεί ούτε να σκουπίσει τον κώλο του. Ή απλώς, πολιτικός.
- Τσαϊλάντερ: Γέρος εκατό φεύγα χρονών που είναι ακόμα ακμαιότατος και σε κάνει να απορείς πώς είναι δυνατόν να επιβιώνει ένας άνθρωπος με ένα τσαγάκι την ημέρα.
- Τσιγγαντέμω: Μάντισσα που προβλέπει ότι θα απολυθείς, θα σε παρατήσει η γκόμενά σου, θα σε χτυπήσει λεωφορείο και θα χάσει ο Παναθηναϊκός, και οι προβλέψεις της πραγματοποιούνται.
- Τσομπαναρέιμπαν: Ακριβό γυαλί ηλίου που φοράει τσομπάνης ή εν γένει κάτοικος της επαρχίας (όχι βέβαια ότι συμμεριζόμαστε αυτούς τους άθλιους και διόλου αντιπροσωπευτικούς χαρακτηρισμούς προς τους συμπαθείς κατοίκους της επαρχίας).
- Ψοφοφόρος: Ο ψηφοφόρος που με την ψήφο του φέρνει το θάνατο στην ελληνική κοινωνία.
Αυτά, και να προσέχετε μην συνευρεθείτε με χοντρή τριχωτή άπλυτη υπό την επήρεια μέθης, κολλήσετε STD, ο γιατρός σας ζητήσει πεντακόσια ευρώ για να μη σας θεραπεύσει εν τέλει και σας χτυπήσει λεωφορείο που μίσθωσε για την εκδρομή του ο Σύλλογος Φίλων Φλωρινιώτη.