Ο Μίλτος σηκώθηκε αργά αργά από τον καναπέ που κοιμότανε. Πάτησε ανάμεσα σε άδεια κουτιά πίτσας, σακούλες από πατατάκια και σημειώσεις από τα μαθήματα της Δημιουργικής Παπαρολογίας που ήταν σκόρπια στο πάτωμα. Με αργές αλλά σταθερές κινήσεις, άνοιξε το ψυγείο. Μέσα υπήρχε ένα μπουκάλι γάλα. Το άνοιξε και το περιεχόμενό του άρχισε να έρπει προς τα έξω. Το πέταξε με σιχασιά στα σκουπίδια, καθώς θυμότανε ότι δεν είχε αγοράσει γάλα μετά την 28η Οκτωβρίου.
Το σπίτι του ήταν κρύο και παγωμένο. Για θέρμανση, φυσικά, ούτε λόγος. Η συνέλευση της πολυκατοικίας είχε αποφασίσει ομόφωνα ότι δε θα έβαζε πετρέλαιο εκείνο το χειμώνα. Σκεφτόταν να τυλιχτεί ξανά κάτω από την κουβέρτα του και να κοιμηθεί άλλες πέντε-έξι μέρες, αλλά τότε είδε πάνω στο τραπέζι του έναν λογαριασμό της ΔΕΗ, ο οποίος θα έληγε σε περίπου τρεις ώρες.
Άρχισε να ψάχνει τις τσέπες του τζιν του. Βρήκε ένα εικοσάευρο. Μια περαιτέρω αναζήτηση, κάτω από μαξιλάρια, ανάμεσα στα σκουπίδια και στο παχύ του έντερο λίγο παραδίπλα από την σκωληκοειδίτιδα, αποκάλυψε 31 ευρώ και 29 λεπτά.
Κατά διαβολική σύμπτωση, ο λογαριασμός ήταν ακριβώς 51 ευρώ και 29 λεπτά. Αλλά αυτό σήμαινε ότι έπρεπε να περάσει την υπόλοιπη εβδομάδα με 0 ευρώ και 0 λεπτά.
Τι το ήθελε, άραγε, να καλέσει τον Πέτρο, την Αντιγόνη και την Τζοάνα για τετραήμερο τουρνουά τίτσου;
Στην αρχή, βέβαια, δεν ήταν τετραήμερο. Για ένα απόγευμα τους είχε καλέσει. Αλλά, κουβέντα στην κουβέντα, τρώγε πίτσες, πίνε μπύρες, μπάνιζε τον τορνευτό κώλο της Αντιγόνης, τρώγε αγριεμένα βλέμματα από την Τζοάνα που κατά βάθος σε γουστάρει αλλά αρνείται να το παραδεχτεί, άκου τον Πέτρο να κάνει τις βαθυστόχαστες αναλύσεις του για το τι έχει να προσφέρει η ΔΑΠ στα πανεπιστήμια, κι είχε και μια διαολεμένη ρέντα ο φίλος μας ο Μίλτος κι έβγαζε κάθε παρτίδα grand, το απόγευμα έγινε τετραήμερο.
Έκανε να στρίψει τσιγάρο. Δεν είχε ούτε καπνό, ούτε χαρτάκια. Γύρισε και κοίταξε το τασάκι. Ήταν γεμάτο διαφόρων ειδών γόπες, απ'τον Πέτρο που κάπνιζε Ντάβιντοφ γιατί έμενε στο Πανόραμα αλλά "συμμεριζόταν τον πόνο και την αγωνία του φτωχού φοιτητή", απ'την Τζοάνα που κάπνιζε Χόλμπορν κίτρινο γιατί όλος ο κόσμος αυτό καπνίζει, από την Αντιγόνη που βασικά έφτυνε μέσα τις τσίχλες της γιατί δεν κάπνιζε, από τον ίδιο, ενώ κάποια γόπα πρέπει να είχε και ρίγανη μέσα.
Μετά άρχισε να ψάχνει τριγύρω του για χαρτί. Θυμότανε ότι είχε κάπου παρατημένο έναν Ριζοσπάστη, που τον είχε πάρει από έναν Κνίτη μπας και σταματήσει να τον πρήζει, αλλά μετά θυμήθηκε ότι τον είχε ήδη χρησιμοποιήσει για να βουλώσει κάτι χαραμάδες κάτω απ'τα παράθυρα.
Εν τέλει ξετρύπωσε ένα φυλλάδιο μιας τοπικής πιτσαρίας. Φήμες λένε ότι ο τελευταίος που είχε φάει από εκείνη την πιτσαρία, τον βρήκανε πολλούς μήνες αργότερα σε ένα ημισκότεινο δωμάτιο, αποστεωμένο και με ένα ανατριχιαστικό βλέμμα τρόμου στα μάτια. Αλλά ούτως ή άλλως ο Μίλτος δεν είχε λεφτά για να παραγγείλει από οποιαδήποτε πιτσαρία, φαγώσιμη ή μη.
Σκάλισε λοιπόν τις γόπες για να βγάλει όσον καπνό μπορούσε, τον τύλιξε στο φυλλάδιο της πιτσαρίας κι ετοιμάστηκε να πάρει μια γερή όσο και απελπισμένη δόση νικοτίνης. Αλλά, φυσικά, υπήρχαν γύρω στους εφτακόσιους αναπτήρες ανά το σπίτι, εκ των οποίων δε λειτουργούσε κανείς.
Τότε θυμήθηκε τη χαλασμένη πρίζα. Τη μία και μοναδική φορά που είχε επιχειρήσει, πριν από πολλούς πολλούς μήνες, να σιδερώσει, μόλις έβαλε το σίδερο στην πρίζα, έκανε ένα τσαφ, πέταξε σπίθες κι έπεσε η ασφάλεια του σπιτιού. Το σίδερο έκτοτε έμελλε να μετατραπεί σε ένα εξαιρετικό πρες παπιέ.
Φόρεσε τα δερμάτινά του γάντια για να μην τον χτυπήσει το ρεύμα, πήρε το σίδερο, και με προσοχή το ξαναέβαλε στη χαλασμένη πρίζα. Το αποτέλεσμα ήταν θεαματικό. Φυσικά, θα μπορούσε να είχε ανάψει το αυτοσχέδιο τσιγάρο του και παίρνοντας φόρα με τη μηχανή και τρίβοντας το σκουλαρίκι του στην άσφαλτο, αλλά δεν είχε σκουλαρίκι.
Ή λεφτά για βενζίνη.
Ή μηχανή.
Ένα πολύτιμο μάθημα που πήρε ο Μίλτος από αυτή την εμπειρία ήταν ότι τα φυλλάδια από τις πιτσαρίες δεν κάνουν για τσιγαρόχαρτα. Όλο το σπίτι βρωμοκοπούσε. Αλλά γι'αυτό μάλλον ευθυνόταν το ότι είχε να καθαρίσει το ίδιο διάστημα που είχε να περάσει μάθημα.
Κι αυτό ήταν πολλούς Σεπτέμβρηδες πίσω.
Το στομάχι άρχισε να γουργουρίζει. Ο Μίλτος ξανακατευθύνθηκε στην κουζίνα, με μια μικρή φωνούλα μέσα του να μετανιώνει που πέταξε το ζωντανό γάλα στα σκουπίδια. Με μια γρήγορη ματιά το μόνο που ανακάλυψε ήταν κάτι μπισκότα σκύλου, κάτι που ήταν εξαιρετικά παράδοξο καθώς δεν είχε σκύλο.
Μετά το βλέμμα του γύρισε στην καφετιέρα. Φυσικά, δεν υπήρχε καφές μέσα. Μόνο τα φίλτρα του καφέ είχαν ανάμεσά τους μια καφετιά γλίτσα, σημάδι ότι είχαν να αλλαχτούν από το τελευταίο πρωτάθλημα του Παναθηναϊκού.
Μετά από ένα πλούσιο και θρεπτικό πρωινό αποτελούμενο από Pedigree και τα νεκρά κουφάρια των κόκκων του καφέ που θυσιάστηκαν ηρωικά στο βωμό του πρωινού ξυπνήματος, ο Μίλτος πήρε τη γενναία απόφαση να πάει να πληρώσει το λογαριασμό, και μετά να κατευθυνθεί στη σχολή, γιατί σίγουρα θα ήταν πιο ζεστή από το σπίτι του.
Κοίταξε τα ρούχα του. Είχαν περάσει πολλοί μήνες από τότε που ήταν πλυμένα. Στην αρχή τα είχε χωρίσει σε "πλυμένα" και "άπλυτα που ξαναφοριούνται". Μετά σε "άπλυτα που ξαναφοριούνται" και "άπλυτα που δεν ξαναφοριούνται". Μετά σε "άπλυτα που δεν ξαναφοριούνται" και "άπλυτα που αδειάζουν λεωφορείο σε 3,2 δευτερόλεπτα".
Πλέον ανήκαν στην κατηγορία "άναψε μια φωτιά και πέταξέ τα όλα μέσα".
Ο Μίλτος διάλεξε τα όσο μπορούσε λιγότερο βρωμερά, τα φόρεσε, ψεκάστηκε δύο τρύπες του όζοντος Axe, πήρε το λογαριασμό και το άδειο από κάρτα κινητό του και πήγε να πληρώσει το λογαριασμό. Αφού τον πλήρωσε, κατευθύνθηκε στη στάση του λεωφορείου.
Μπήκε μέσα κάνοντας ένα διπλό Άξελ και τρία άλματα της Νάντιας Κομανέτσι και τρύπωσε. Μετά άρχισε να σκέφτεται, "έχω βγάλει κάρτα διαδρομών;". Κοίταξε στην τσέπη του και είδε ότι είχε μια κάρτα διαδρομών για το μήνα Σεπτέμβριο.
Η μέρα ήταν 13 Δεκεμβρίου.
"Ε, δε γαμιέται;" σκέφτηκε ο Μίλτος. "Εδώ μέσα γίνεται ένας κακός χαμός. Μόνο στην ταράτσα δεν υπάρχουν επιβάτες. Σιγά μη μπει εδώ μέσα ελεγκ..."
-Εισιτήρια παρακαλώ...εισιτήρια παρακαλώ...ακούστηκε μια φωνή από το βάθος του λεωφορείου.
"Σκατά!" σκέφτηκε ο Μίλτος και κουλουριάστηκε όπως όπως πίσω από δύο τεράστια μαύρα σακβουαγιάζ που κουβαλούσε ένας μελαχρινός μικροπωλητής. Ευτυχώς, ο ελεγκτής δεν τον είδε, γιατί εκείνη την ώρα είχε πιάσει έναν Ρωσοπόντιο χωρίς εισιτήριο κι αυτός του έλεγε "Έι, μίλα όμορφα, ποιος είσαι εσύ μπλιετ".
Εν τέλει, κάποια στιγμή το λεωφορείο σταμάτησε μπροστά στο τμήμα Δημιουργικής Παπαρολογίας. Ο Μίλτος έκανε άλλα τρία ακροβατικά και βγήκε από το λεωφορείο. Στο κυλικείο συνάντησε τον Πέτρο.
-Ρε Πέτρο, εσύ που είσαι καλό παιδί, θα μου δανείσεις ένα εικοσάευρο να βγάλω την εβδομάδα;
-Κοίτα να δεις, φίλε Μίλτο, είπε ο Πέτρος με ύφος Δαπίτη. Συμμερίζομαι τον πόνο και την αγωνία του φτωχού φοιτητή, αλλά τον τελευταίο καιρό είμαι σε οικονομική στενότητα και...
-Αχ, καλέ, τι ωραίο πλεκτό είναι αυτό που πήρες! παρενέβη τότε η Αντιγόνη, που δεν ήταν κρυφό ότι τριβότανε στον Πέτρο, προς μεγάλο εκνευρισμό του Μίλτου.
-Σ'αρέσει; είπε ο Πέτρος. Χθες το πήρα. Αυθεντικό Μπέρμπερι. Μόνο 200 ευρώ.
-Ε, για κάτσε ρε μαλάκα, είπε ο Μίλτος φουρτουνιασμένος. Χθες πήρες διακόσια ευρώ Μπέρμπερι και μου λες ότι δεν έχεις να μου δανείσεις 20 ευρώ;
-Λογικό δεν είναι ρε Μίλτο; είπε ο Πέτρος. Ξόδεψα διακόσια ευρώ χθες, κι άρα τώρα δεν έχω είκοσι ευρώ να σου δώσω. Δεν είναι και πυρηνική φυσική!
-Ρε τράβα στους Κνίτες να δεις αν έρχομαι, είπε ο Μίλτος εξοργισμένος και πήγε να πιάσει θέση στην αίθουσα-τέρμα πίσω, μην τυχόν και, παρ'ελπίδα, ήταν αναμμένα τα καλοριφέρ.
Φυσικά και δεν ήταν.
Δίπλα του ήρθε και κωλοκάθισε η Τζοάνα.
-Τι έχεις κι είσαι μουτλωμένος, βλε; του είπε με μπεμπεκίστικο-και-καλά-χαριτωμένο ύφος.
O Μίλτος δε σκόπευε να της πει ότι είχε μείνει τέρμα άφραγκος, κι έτσι είπε ότι δεν έχει τίποτα κι απλά δεν είχε πιει καφέ.
-Α, ωραία, είπε η Τζοάνα και χαμογέλασε. Να σε πω...μήπως έχεις να με δανείσεις δέκα ευρώ;
Αυτό ήταν το αποκορύφωμα. Χωρίς να πει λέξη, σηκώθηκε από την αίθουσα κι άρχισε να κατευθύνεται προς τη λέσχη, στην οποία είχε ήδη αρχίσει να σερβίρεται το μεσημεριανό της ημέρας, παστός δεινόσαυρος.
Είχε έναν μαρκαδόρο στην τσέπη του. Σε μια κολόνα έγραψε "Φοιτητής Δημιουργικής Παπαρολογίας παραδίδει μαθήματα Έκθεσης σε μαθητές Λυκείου. 6985...". Σε μια άλλη κολόνα, λίγα μέτρα παρακάτω, έγραψε "Παραδίδονται μαθήματα κιθάρας. 6985...", αν και δεν ήξερε κιθάρα. Εν τέλει, σε κάτι ανδρικές τουαλέτες που μπήκε, έγραψε στον τοίχο "Κάνω πίπες. 6985...".
Αφού έφαγε τον παστό δεινόσαυρο που του αναλογούσε, άρχισε, με βαρύ βήμα, να περπατάει προς το σπίτι του, αναλογιζόμενος πόσο κοστίζουν άραγε κάποια μέτρα σκοινί, ώσπου του ήρθε η φαεινή ιδέα να περάσει από το ATM να βεβαιωθεί για το απέραντο κενό του λογαριασμού του.
Τι ευτυχία! Η μάνα του είχε στείλει τα λεφτά τρεις μέρες νωρίτερα.
Μεμιάς, ο Μίλτος πήρε τηλέφωνο την Αντιγόνη.
-Έλα βρε Αντιγονάκι με το ωραίο σου κωλαράκι! Τι μου κάνεις;
-...
-Τάξε μου! Πού θες να πάμε απόψε να φάμε;
-...
-Στο Κίτσεν Μπαρ; Εννοείται!
-...
-Εγώ κερνάω, βέβαια!
...δεν έμελλε να μάθει τίποτα από την εμπειρία του.
Αυτά, και να προσέχετε μην ξοδέψετε όλα τα λεφτά σας και μετά αρχίσετε να τρώτε τα ψίχουλα που έχουν απομείνει στις άδειες σακούλες απ'τα πατατάκια.
Το σπίτι του ήταν κρύο και παγωμένο. Για θέρμανση, φυσικά, ούτε λόγος. Η συνέλευση της πολυκατοικίας είχε αποφασίσει ομόφωνα ότι δε θα έβαζε πετρέλαιο εκείνο το χειμώνα. Σκεφτόταν να τυλιχτεί ξανά κάτω από την κουβέρτα του και να κοιμηθεί άλλες πέντε-έξι μέρες, αλλά τότε είδε πάνω στο τραπέζι του έναν λογαριασμό της ΔΕΗ, ο οποίος θα έληγε σε περίπου τρεις ώρες.
Άρχισε να ψάχνει τις τσέπες του τζιν του. Βρήκε ένα εικοσάευρο. Μια περαιτέρω αναζήτηση, κάτω από μαξιλάρια, ανάμεσα στα σκουπίδια και στο παχύ του έντερο λίγο παραδίπλα από την σκωληκοειδίτιδα, αποκάλυψε 31 ευρώ και 29 λεπτά.
Κατά διαβολική σύμπτωση, ο λογαριασμός ήταν ακριβώς 51 ευρώ και 29 λεπτά. Αλλά αυτό σήμαινε ότι έπρεπε να περάσει την υπόλοιπη εβδομάδα με 0 ευρώ και 0 λεπτά.
Τι το ήθελε, άραγε, να καλέσει τον Πέτρο, την Αντιγόνη και την Τζοάνα για τετραήμερο τουρνουά τίτσου;
Στην αρχή, βέβαια, δεν ήταν τετραήμερο. Για ένα απόγευμα τους είχε καλέσει. Αλλά, κουβέντα στην κουβέντα, τρώγε πίτσες, πίνε μπύρες, μπάνιζε τον τορνευτό κώλο της Αντιγόνης, τρώγε αγριεμένα βλέμματα από την Τζοάνα που κατά βάθος σε γουστάρει αλλά αρνείται να το παραδεχτεί, άκου τον Πέτρο να κάνει τις βαθυστόχαστες αναλύσεις του για το τι έχει να προσφέρει η ΔΑΠ στα πανεπιστήμια, κι είχε και μια διαολεμένη ρέντα ο φίλος μας ο Μίλτος κι έβγαζε κάθε παρτίδα grand, το απόγευμα έγινε τετραήμερο.
Έκανε να στρίψει τσιγάρο. Δεν είχε ούτε καπνό, ούτε χαρτάκια. Γύρισε και κοίταξε το τασάκι. Ήταν γεμάτο διαφόρων ειδών γόπες, απ'τον Πέτρο που κάπνιζε Ντάβιντοφ γιατί έμενε στο Πανόραμα αλλά "συμμεριζόταν τον πόνο και την αγωνία του φτωχού φοιτητή", απ'την Τζοάνα που κάπνιζε Χόλμπορν κίτρινο γιατί όλος ο κόσμος αυτό καπνίζει, από την Αντιγόνη που βασικά έφτυνε μέσα τις τσίχλες της γιατί δεν κάπνιζε, από τον ίδιο, ενώ κάποια γόπα πρέπει να είχε και ρίγανη μέσα.
Μετά άρχισε να ψάχνει τριγύρω του για χαρτί. Θυμότανε ότι είχε κάπου παρατημένο έναν Ριζοσπάστη, που τον είχε πάρει από έναν Κνίτη μπας και σταματήσει να τον πρήζει, αλλά μετά θυμήθηκε ότι τον είχε ήδη χρησιμοποιήσει για να βουλώσει κάτι χαραμάδες κάτω απ'τα παράθυρα.
Εν τέλει ξετρύπωσε ένα φυλλάδιο μιας τοπικής πιτσαρίας. Φήμες λένε ότι ο τελευταίος που είχε φάει από εκείνη την πιτσαρία, τον βρήκανε πολλούς μήνες αργότερα σε ένα ημισκότεινο δωμάτιο, αποστεωμένο και με ένα ανατριχιαστικό βλέμμα τρόμου στα μάτια. Αλλά ούτως ή άλλως ο Μίλτος δεν είχε λεφτά για να παραγγείλει από οποιαδήποτε πιτσαρία, φαγώσιμη ή μη.
Σκάλισε λοιπόν τις γόπες για να βγάλει όσον καπνό μπορούσε, τον τύλιξε στο φυλλάδιο της πιτσαρίας κι ετοιμάστηκε να πάρει μια γερή όσο και απελπισμένη δόση νικοτίνης. Αλλά, φυσικά, υπήρχαν γύρω στους εφτακόσιους αναπτήρες ανά το σπίτι, εκ των οποίων δε λειτουργούσε κανείς.
Τότε θυμήθηκε τη χαλασμένη πρίζα. Τη μία και μοναδική φορά που είχε επιχειρήσει, πριν από πολλούς πολλούς μήνες, να σιδερώσει, μόλις έβαλε το σίδερο στην πρίζα, έκανε ένα τσαφ, πέταξε σπίθες κι έπεσε η ασφάλεια του σπιτιού. Το σίδερο έκτοτε έμελλε να μετατραπεί σε ένα εξαιρετικό πρες παπιέ.
Φόρεσε τα δερμάτινά του γάντια για να μην τον χτυπήσει το ρεύμα, πήρε το σίδερο, και με προσοχή το ξαναέβαλε στη χαλασμένη πρίζα. Το αποτέλεσμα ήταν θεαματικό. Φυσικά, θα μπορούσε να είχε ανάψει το αυτοσχέδιο τσιγάρο του και παίρνοντας φόρα με τη μηχανή και τρίβοντας το σκουλαρίκι του στην άσφαλτο, αλλά δεν είχε σκουλαρίκι.
Ή λεφτά για βενζίνη.
Ή μηχανή.
Ένα πολύτιμο μάθημα που πήρε ο Μίλτος από αυτή την εμπειρία ήταν ότι τα φυλλάδια από τις πιτσαρίες δεν κάνουν για τσιγαρόχαρτα. Όλο το σπίτι βρωμοκοπούσε. Αλλά γι'αυτό μάλλον ευθυνόταν το ότι είχε να καθαρίσει το ίδιο διάστημα που είχε να περάσει μάθημα.
Κι αυτό ήταν πολλούς Σεπτέμβρηδες πίσω.
Το στομάχι άρχισε να γουργουρίζει. Ο Μίλτος ξανακατευθύνθηκε στην κουζίνα, με μια μικρή φωνούλα μέσα του να μετανιώνει που πέταξε το ζωντανό γάλα στα σκουπίδια. Με μια γρήγορη ματιά το μόνο που ανακάλυψε ήταν κάτι μπισκότα σκύλου, κάτι που ήταν εξαιρετικά παράδοξο καθώς δεν είχε σκύλο.
Μετά το βλέμμα του γύρισε στην καφετιέρα. Φυσικά, δεν υπήρχε καφές μέσα. Μόνο τα φίλτρα του καφέ είχαν ανάμεσά τους μια καφετιά γλίτσα, σημάδι ότι είχαν να αλλαχτούν από το τελευταίο πρωτάθλημα του Παναθηναϊκού.
Μετά από ένα πλούσιο και θρεπτικό πρωινό αποτελούμενο από Pedigree και τα νεκρά κουφάρια των κόκκων του καφέ που θυσιάστηκαν ηρωικά στο βωμό του πρωινού ξυπνήματος, ο Μίλτος πήρε τη γενναία απόφαση να πάει να πληρώσει το λογαριασμό, και μετά να κατευθυνθεί στη σχολή, γιατί σίγουρα θα ήταν πιο ζεστή από το σπίτι του.
Κοίταξε τα ρούχα του. Είχαν περάσει πολλοί μήνες από τότε που ήταν πλυμένα. Στην αρχή τα είχε χωρίσει σε "πλυμένα" και "άπλυτα που ξαναφοριούνται". Μετά σε "άπλυτα που ξαναφοριούνται" και "άπλυτα που δεν ξαναφοριούνται". Μετά σε "άπλυτα που δεν ξαναφοριούνται" και "άπλυτα που αδειάζουν λεωφορείο σε 3,2 δευτερόλεπτα".
Πλέον ανήκαν στην κατηγορία "άναψε μια φωτιά και πέταξέ τα όλα μέσα".
Ο Μίλτος διάλεξε τα όσο μπορούσε λιγότερο βρωμερά, τα φόρεσε, ψεκάστηκε δύο τρύπες του όζοντος Axe, πήρε το λογαριασμό και το άδειο από κάρτα κινητό του και πήγε να πληρώσει το λογαριασμό. Αφού τον πλήρωσε, κατευθύνθηκε στη στάση του λεωφορείου.
Μπήκε μέσα κάνοντας ένα διπλό Άξελ και τρία άλματα της Νάντιας Κομανέτσι και τρύπωσε. Μετά άρχισε να σκέφτεται, "έχω βγάλει κάρτα διαδρομών;". Κοίταξε στην τσέπη του και είδε ότι είχε μια κάρτα διαδρομών για το μήνα Σεπτέμβριο.
Η μέρα ήταν 13 Δεκεμβρίου.
"Ε, δε γαμιέται;" σκέφτηκε ο Μίλτος. "Εδώ μέσα γίνεται ένας κακός χαμός. Μόνο στην ταράτσα δεν υπάρχουν επιβάτες. Σιγά μη μπει εδώ μέσα ελεγκ..."
-Εισιτήρια παρακαλώ...εισιτήρια παρακαλώ...ακούστηκε μια φωνή από το βάθος του λεωφορείου.
"Σκατά!" σκέφτηκε ο Μίλτος και κουλουριάστηκε όπως όπως πίσω από δύο τεράστια μαύρα σακβουαγιάζ που κουβαλούσε ένας μελαχρινός μικροπωλητής. Ευτυχώς, ο ελεγκτής δεν τον είδε, γιατί εκείνη την ώρα είχε πιάσει έναν Ρωσοπόντιο χωρίς εισιτήριο κι αυτός του έλεγε "Έι, μίλα όμορφα, ποιος είσαι εσύ μπλιετ".
Εν τέλει, κάποια στιγμή το λεωφορείο σταμάτησε μπροστά στο τμήμα Δημιουργικής Παπαρολογίας. Ο Μίλτος έκανε άλλα τρία ακροβατικά και βγήκε από το λεωφορείο. Στο κυλικείο συνάντησε τον Πέτρο.
-Ρε Πέτρο, εσύ που είσαι καλό παιδί, θα μου δανείσεις ένα εικοσάευρο να βγάλω την εβδομάδα;
-Κοίτα να δεις, φίλε Μίλτο, είπε ο Πέτρος με ύφος Δαπίτη. Συμμερίζομαι τον πόνο και την αγωνία του φτωχού φοιτητή, αλλά τον τελευταίο καιρό είμαι σε οικονομική στενότητα και...
-Αχ, καλέ, τι ωραίο πλεκτό είναι αυτό που πήρες! παρενέβη τότε η Αντιγόνη, που δεν ήταν κρυφό ότι τριβότανε στον Πέτρο, προς μεγάλο εκνευρισμό του Μίλτου.
-Σ'αρέσει; είπε ο Πέτρος. Χθες το πήρα. Αυθεντικό Μπέρμπερι. Μόνο 200 ευρώ.
-Ε, για κάτσε ρε μαλάκα, είπε ο Μίλτος φουρτουνιασμένος. Χθες πήρες διακόσια ευρώ Μπέρμπερι και μου λες ότι δεν έχεις να μου δανείσεις 20 ευρώ;
-Λογικό δεν είναι ρε Μίλτο; είπε ο Πέτρος. Ξόδεψα διακόσια ευρώ χθες, κι άρα τώρα δεν έχω είκοσι ευρώ να σου δώσω. Δεν είναι και πυρηνική φυσική!
-Ρε τράβα στους Κνίτες να δεις αν έρχομαι, είπε ο Μίλτος εξοργισμένος και πήγε να πιάσει θέση στην αίθουσα-τέρμα πίσω, μην τυχόν και, παρ'ελπίδα, ήταν αναμμένα τα καλοριφέρ.
Φυσικά και δεν ήταν.
Δίπλα του ήρθε και κωλοκάθισε η Τζοάνα.
-Τι έχεις κι είσαι μουτλωμένος, βλε; του είπε με μπεμπεκίστικο-και-καλά-χαριτωμένο ύφος.
O Μίλτος δε σκόπευε να της πει ότι είχε μείνει τέρμα άφραγκος, κι έτσι είπε ότι δεν έχει τίποτα κι απλά δεν είχε πιει καφέ.
-Α, ωραία, είπε η Τζοάνα και χαμογέλασε. Να σε πω...μήπως έχεις να με δανείσεις δέκα ευρώ;
Αυτό ήταν το αποκορύφωμα. Χωρίς να πει λέξη, σηκώθηκε από την αίθουσα κι άρχισε να κατευθύνεται προς τη λέσχη, στην οποία είχε ήδη αρχίσει να σερβίρεται το μεσημεριανό της ημέρας, παστός δεινόσαυρος.
Είχε έναν μαρκαδόρο στην τσέπη του. Σε μια κολόνα έγραψε "Φοιτητής Δημιουργικής Παπαρολογίας παραδίδει μαθήματα Έκθεσης σε μαθητές Λυκείου. 6985...". Σε μια άλλη κολόνα, λίγα μέτρα παρακάτω, έγραψε "Παραδίδονται μαθήματα κιθάρας. 6985...", αν και δεν ήξερε κιθάρα. Εν τέλει, σε κάτι ανδρικές τουαλέτες που μπήκε, έγραψε στον τοίχο "Κάνω πίπες. 6985...".
Αφού έφαγε τον παστό δεινόσαυρο που του αναλογούσε, άρχισε, με βαρύ βήμα, να περπατάει προς το σπίτι του, αναλογιζόμενος πόσο κοστίζουν άραγε κάποια μέτρα σκοινί, ώσπου του ήρθε η φαεινή ιδέα να περάσει από το ATM να βεβαιωθεί για το απέραντο κενό του λογαριασμού του.
Τι ευτυχία! Η μάνα του είχε στείλει τα λεφτά τρεις μέρες νωρίτερα.
Μεμιάς, ο Μίλτος πήρε τηλέφωνο την Αντιγόνη.
-Έλα βρε Αντιγονάκι με το ωραίο σου κωλαράκι! Τι μου κάνεις;
-...
-Τάξε μου! Πού θες να πάμε απόψε να φάμε;
-...
-Στο Κίτσεν Μπαρ; Εννοείται!
-...
-Εγώ κερνάω, βέβαια!
...δεν έμελλε να μάθει τίποτα από την εμπειρία του.
Αυτά, και να προσέχετε μην ξοδέψετε όλα τα λεφτά σας και μετά αρχίσετε να τρώτε τα ψίχουλα που έχουν απομείνει στις άδειες σακούλες απ'τα πατατάκια.
Πάλι καλά που είχε χάπι εντ. Δεν θα την άντεχα τόση θλίψη.
ΑπάντησηΔιαγραφήΜα δεν είναι χάπι. Θα πάει πάλι να ξοδέψει όλα του τα λεφτά για να τραπεζώσει τη γκόμενα στο Κίτσεν Μπαρ (το οποίο είναι πανάκριβο) και μετά θα ψάχνεται πάλι.
ΔιαγραφήΚαλός μουνόδουλος κι αυτός.
ΔιαγραφήΝαι, αλλά έχει πολύ ωραίο κώλο η Αντιγόνη.
Διαγραφή"Να προσέχετε μην ξοδέψετε όλα τα λεφτά σας"... Η πιο ρεαλιστική συμβουλή που έχεις δώσει! Ωραίο ήταν!
ΑπάντησηΔιαγραφήΞέρω να δίνω ρεαλιστικές συμβουλές ο πούστης.
Διαγραφήυποψιάζομαι ότι ο τύπος γάμησε χρησιμοποιώντας για καπότα μια πλαστικη σακούλα που του είχε μείνει από την εποχη που αγόρασε με τα τελευταία του λεφτά ένα σακουλάκι ρύζι και το χύσι του βρωμούσε πείνα, λίγδα και αφραγκία.
ΑπάντησηΔιαγραφήΚαλη φάση φίλε. Δεν έχεις να φας, αλλά ο πέουλας-πέουλας
Κι επίσης ρύζι. Βρωμούσε ρύζι.
ΔιαγραφήΤελικά το έφαγε το γκομενάκι ή μόνο τσίκεν μπαρ;
ΑπάντησηΔιαγραφήΜη μας αφήνεις σε αγωνία!
Εν τέλει του το έφαγε ο Δαπίτης με το 200 ευρώ Μπέρμπερι.
ΔιαγραφήΤο παν ειναι ο πέος να πέσει.Στην Φιλανδία κύριοι, γνωρίζουν οτι ειναι φυσική ανάγκη και μπορείς να πας σε όποια γυναικα σ'αρέσει και ευθαρσώς να ρωτησεις αν θέλει να ισορροπήσουν τις ορμόνες της μαζί.Αν της αρέσεις δεν χρειάζεται να πεινάσεις για να τον φωλιάσεις.Πότε θα γίνουμε Ευρώπη δεν ξέρω.
ΑπάντησηΔιαγραφήΓράψε το ίδιο θέμα αλλα για την χώρα παράδειγμα.
Μες στην ψωλή, πήζει το τυρί, η λύση είναι μία, πάμε Φινλανδία. Και μάλιστα με το πρώτο αεροπλάνο.
ΔιαγραφήΜαλάκα είχα φάει στο κίτσεν μπαρ όταν είχα πάει Θεσσαλονίκη. Το φτηνότερο κανονικό φαγητό που είδα ήταν κοτόπουλο με κάτι και σάλτσα με μπλα μπλα και ρύζι Μαδαγασκάρης τι σκατά ήταν αυτά (11,5 ευρά)...
ΑπάντησηΔιαγραφήΠρόεδρας ΑΠΙ
Τέσσερις γύροι δηλαδή.
Διαγραφή