Τρίτη 2 Σεπτεμβρίου 2014

The Johnny Scull Trilogy: Το αγόρι στη σφηκοφωλιά

Μια επιβλητική Χάρλεϊ τριών χιλιάδων κυβικών πετούσε στους άδειους δρόμους της Νέας Υόρκης. Άδειοι γιατί ήταν τέσσερις το ξημέρωμα, η πιο σκοτεινή ώρα, πάντα λίγο πριν έρθει η αυγή. Αυτή τη μηχανή είχε τρεις καβαλάρηδες: τον θηριώδη τατουατζή Τζόνι Σκαλ, τη δυναμική δασκάλα πολεμικών τεχνών Νάστια Σερεμέτιεβα και τον θρασύδειλο απατεώνα Άνταμ Σβάρτσενμπεργκ.
Η κατεύθυνσή τους ήταν μια ερειπωμένη αποθήκη κοντά στο αεροδρόμιο Λαγκάρντια, και το άτομο που έψαχναν ήταν ένα: ο άλλοτε βαρώνος της κοκαΐνης και σήμερα φυγάς, Μάικ Στρόνγκχεντ.
-Σε προειδοποιώ, τιποτένιο κουνάβι, γρύλισε ο Τζόνι, αν δεν είναι εκεί ο Στρόνγκχεντ, αν μας στέλνεις τζάμπα στου διαόλου το ξεσταύρι, θα ευχηθείς να μην είχες βγει ποτέ απ'της μάνας σου το...
-Όχι! Όχι! Στο ορκίζομαι στα λεφτά μου! έκανε ξεψυχισμένα ο Σβάρτσενμπεργκ.
-Παραδόπιστο σίχαμα! έκανε αηδιασμένη η Νάστια. Το μόνο που σε νοιάζει είναι τα λεφτά σου! Μ'αυτό εξαγοράζεις την αγάπη των ανθρώπων, σαν αυτή την πόρνη πολυτελείας που έχω την ατυχία να αποκαλώ αδερφή μου!
-Η Ιρίνα δεν είναι πόρνη! επαναστάτησε ο Σβάρτσενμπεργκ. Η Ιρίνα μ'αγαπάει γι'αυτό που είμαι!
-Σώπα, καημένε! γέλασε η Νάστια. Έχεις δει τα μούτρα σου στον καθρέφτη; Είσαι σαν διασταύρωση τυφλοπόντικα με μεταξοσκώληκα, κι έχεις το θράσος να μιλάς για αγάπη; Ας μην έβγαζες τα βρωμερά λεφτά σου από τον πόνο και τα δάκρυα αυτών των δύσμοιρων κοριτσιών που χορεύανε στο μαγαζί σου, κι ούτε που θα γυρνούσε να σε κοιτάξει η Ιρίνα!
-Δεν είναι αλήθεια, ήταν η μόνη, μασημένη απάντηση που κατάφερε να δώσει ο Σβάρτσενμπεργκ.
-Σκάστε κι οι δύο! έγρουξε ο Τζόνι. Δε με ενδιαφέρει ούτε ποιος αγαπάει ποιον, ούτε ποια είναι πουτάνα και ποια όχι. Με ενδιαφέρει να βρω το καθήκι που λέγεται Στρόνγκχεντ και να πληρώσει για τη ζωή που μου κατέστρεψε.
-Τζόνι, δε σε κατέστρεψε...επενέβη η Νάστια.
-Τι λες! Εξαιτίας του έκανα τρία χρόνια φυλακή, πήγε να με σκοτώσει εφτά φορές, κατάντησα ένα απόβλητο της κοινωνίας, και μόλις που είχα καταφέρει να στεριώσω σε μια νόμιμη δουλειά και να βγάζω τίμια το μπέρμπον το επιούσιο, μου το κατέστρεψε κι αυτό. Κι ακόμα χειρότερα, μου κατέστρεψε τη συλλογή μου με τα συλλεκτικά βινύλια των Σλέγιερ.
-Αυτό δε σημαίνει...επενέβη και πάλι η Νάστια.
-Ένας απ'τους δυο μας δε θα δει το σημερινό ξημέρωμα, είπε ο Τζόνι και, κάτω απ'το βάρος των λόγων που εκστόμισε, βαθιά σιωπή έπεσε στους επιβάτες της Χάρλεϊ, μια σιωπή που έσπαγε μόνο ο Σβάρτσενμπεργκ, μουρμουρίζοντας κάποιο "στρίψε αριστερά εδώ" για να κατευθύνει τον Τζόνι προς το ραντεβού του με το πεπρωμένο.
Εν τέλει, ο Τζόνι, η Νάστια και το σιχαμερό σκουλήκι έφτασαν στου "διαόλου το ξεσταύρι". Ήταν πραγματικά μια τρομακτική ερημιά. Ο μόνος ήχος που ακουγόταν ήταν τα αεροπλάνα που πλησίαζαν το αεροδρόμιο, και η μόνη ψυχή που βρισκόταν εκεί γύρω ήταν ο Στρόνγκχεντ, που κατάστρωνε τη θριαμβευτική απόδρασή του προς το Μεξικό.
Τουλάχιστον, έτσι πίστευαν.
-Λοιπόν, μπουκάρουμε; έκανε ανυπόμονα ο Τζόνι.
-Όχι τόσο γρήγορα, είπε η Νάστια. Δεν εμπιστεύομαι αυτή την κακομούτσουνη σκουληκαντέρα ούτε για να μου αγοράσει τσιγάρα απ'το περίπτερο. Ποιος μας λέει ότι δε μας την έχουν στημένη για να μας αποτελειώσουν;
-Πρέπει να με πιστέψεις, Νάστια...
-Αρχίδια! Απ'όπου και να σε πιάσουμε γλιστράς, αηδιαστικό χέλι. Θα κάνουμε τον κύκλο και θα μπούμε από την πίσω πόρτα.
Έτσι, σιγά σιγά και προσεκτικά, για να μην τους πάρει κανένα αδιάκριτο μάτι, οι ήρωές μας και το σιχαμερό σκουλήκι έκαναν τον κύκλο του κτηρίου κι έφτασαν σε μια μικρή, ξεχαρβαλωμένη πόρτα. Με ένα ελαφρύ σπρώξιμο η πόρτα έπεσε κάτω και οι τρεις μπήκαν στην αποθήκη.
Δεν υπήρχε κανείς.
-Σας είπα ότι δε θα υπήρχε κανείς, ψιθύρισε ο Σβάρτσενμπεργκ. Θα ήταν πολύ επικίνδυνο...
-Σκάσε! έκανε ο Τζόνι. Ακούω βήματα.
Και πράγματι, από την κύρια είσοδο της αποθήκης εμφανίστηκε μια ψηλόλιγνη φιγούρα, που προχωρούσε, κι αυτή, διστακτικά προς τα μέσα.
-Τι θα κάνουμε; ρώτησε η Νάστια.
-Θα πάμε να τον βρούμε, απάντησε ήρεμα ο Τζόνι.
-Τρελάθηκες; Μπορεί να είναι οπλισμένος!
-Είμαστε τρεις κι είναι ένας, είπε ο Τζόνι. Κι έτσι, όσο ο άγνωστος πλησίαζε τη σκάλα που οδηγούσε στο εγκαταλειμμένο γραφείο, όπου κρυβόταν ο Στρόνγκχεντ, τον πλησίασαν οι τρεις.
-Ποιος...ποιος είναι εκεί; έκανε ο άγνωστος, με μια σπαστή φωνή που ακουγόταν παράξενα οικεία στον Τζόνι.
-Δε θέλουμε το κακό σου, αν δε θες κι εσύ το δικό μας, είπε η Νάστια.
-Δε...δε σας πιστεύω! Μείνετε μακριά μου!
-Ησύχασε, άνθρωπέ μου...είπε ο Τζόνι πλησιάζοντας κι άλλο τον άγνωστο, ώσπου μια φωτεινή δέσμη από ένα σπασμένο παράθυρο βρήκε τον άνθρωπο που, λίγες ώρες νωρίτερα, βρισκόταν στο κατεστραμμένο μαγαζί του Τζόνι κι απαιτούσε να του κάνει ένα τατουάζ μιας πεταλουδίτσας.
-Τομ! Τομ Μπέρνι!
-Όχι...δεν είμαι αυτός...απάντησε ο Τομ, που ακόμα δεν έβλεπε τον Τζόνι...δεν τον ξέρω αυτόν που λέτε, εγώ είμαι ο...Βαγγελίστρα μου! έκανε, μόλις τελικά συνειδητοποίησε ποιος τον παρακολουθούσε. Τζόνι Σκαλ!
-Αυτοπροσώπως, απάντησε ο Τζόνι. Τι γυρεύεις εσύ εδώ; Είναι πολύ επικίνδυνα για κάτι ευαίσθητους σαν κι εσένα!
-Ήρθα να βρω τον Στρόνγκχεντ...
-Μα...εσύ, όταν άκουσες ότι απέδρασε ο Στρόνγκχεντ, μόνο που δε λιποθύμησες! Και...για στάσου...τι σύνδεση μπορεί να έχεις εσύ, που λες ότι έχεις διασυνδέσεις με τους ισχυρότερους άντρες της Νέας Υόρκης, τι σύνδεση μπορεί να έχεις εσύ με αυτό το κάθαρμα;
-Θα σου πω...εγώ που με βλέπεις είμαι δικηγόρος...και...πριν από τέσσερα χρόνια...ανέλαβα την υπεράσπιση αυτού του εγκληματία...μου είχε τάξει χοντρή αμοιβή...αλλά δυστυχώς τα στοιχεία εναντίον του ήταν συντριπτικά...κι έφαγε δέκα χρόνια...κι όταν πήγα να ζητήσω την αμοιβή μου...απείλησε να με σκοτώσει...εμένα κι όλη μου την οικογένεια...
-Ε, λογικό, άμα είσαι χασοδίκης...
-Σε παρακαλώ! Δε σου επιτρέπω! Τέλος πάντων...λίγες μέρες μετά τη δίκη...βρήκα ένα απειλητικό σημείωμα στο ψυγείο μου...έγραφε "Όταν βγω απ'τη φυλακή, οι μέρες σου θα είναι μετρημένες, ανίκανη λούγκρα"... πανικοβλήθηκα...αλλά ήταν σε φυλακή υψίστης ασφαλείας, οπότε δεν ανησυχούσα...είχα υπολογίσει και τη μέρα που θα αποφυλακιζόταν, οπότε ήξερα ότι θα μετακόμιζα στην Αγγλία...και θα έσβηνα για πάντα τα ίχνη μου...μέχρι σήμερα...
-Και τότε τι ήρθες να κάνεις εδώ; Είναι σαν να βάζεις το χέρι σου σε μια σφηκοφωλιά!
-Στην αρχή σκέφτηκα να τα εγκαταλείψω όλα και να φύγω...αλλά μετά μια φωνή μίλησε μέσα μου και μου είπε..."δείξου άντρας, Τομ Μπέρνι"...κι αποφάσισα να δειχτώ άντρας...και να ξεκαθαρίσω μια για πάντα αυτή την υπόθεση...
Και με αυτά τα λόγια, έδειξε στον Τζόνι, τη Νάστια και τον Σβάρτσενμπεργκ το σαρανταπεντάρι Μάγκνουμ που είχε κρυμμένο κάτω απ'το παλτό του.
-Λοιπόν...είπε ο Τζόνι, δε μένει τίποτε άλλο να πούμε. Απόψε θα μιλήσει η ιστορία.
-Θα...θα τον σκοτώσετε! έκανε τρομοκρατημένος ο Σβάρτσενμπεργκ.
-Ακριβώς, είπε ο Τζόνι. Κι αν δεν κάτσεις φρόνιμος, θα πάρεις σειρά εσύ μετά. Κράτα το στόμα σου κλειστό και θα σώσεις το κουφάρι σου.
Για το επόμενο ένα λεπτό, το μόνο που ακουγόταν ήταν το τρίξιμο της παλιάς, μεταλλικής, σκουριασμένης σκάλας, κάτω απ'τα πόδια των τεσσάρων ατόμων που την ανέβαιναν, και η φωνή του Σβάρτσενμπεργκ, που μουρμούριζε ένα πνιγμένο "θα...θα τον σκοτώσουνε!" κάπου-κάπου.
Λίγο πριν την πόρτα, οι τέσσερις κοντοστάθηκαν.
-Σταθείτε! ψιθύρισε η Νάστια. Ακούω φωνές.
Και πράγματι, από μέσα απ'την πόρτα του γραφείου της εγκατελειμμένης αποθήκης, ακουγόταν μια αντρική φωνή, που σίγουρα ανήκε στον Στρόνγκχεντ, και μια γυναικεία, που είχε μια χαρακτηριστική ξενική προφορά...μήπως ήταν Ουκρανική; Βουλγάρικη; Ρώσικη...ναι, σίγουρα Ρώσικη...
-...ως πότε θα μ'έχεις σε αυτό το ερείπιο, Μάικ; παραπονέθηκε η γυναίκα. Πού είναι τα μεγαλεία κι η πλούσια ζωή που μου έταξες;
-Ησύχασε, Ιρίνα...απάντησε ο Μάικ.
-Ιρίνα; Τι δουλειά έχει εδώ; αναρωτήθηκε ο Σβάρτσενμπεργκ, μόνο για να εισπράξει ένα νευρικό "σσς!" απ'τον Τζόνι.
-Πώς να ησυχάσω! Τόσον καιρό περίμενα, και περίμενα, κι αναγκαζόμουν να υπομένω να με αγγίζει αυτός ο σιχαμερός γυμνοσάλιαγκας που είχες για λογιστή...
Ένα δάκρυ κύλησε απ΄το πρόσωπο του Σβάρτσενμπεργκ, καθώς συνειδητοποιούσε αυτό που όλοι ξέρανε από την αρχή, ότι η Ιρίνα δεν τον αγαπούσε στ'αλήθεια.
-Ποιος; Ο Άνταμ; Αυτός ο βλάκας; Μην ανησυχείς, όλα είναι κανονισμένα. Θα συναντηθούμε σε ένα παρατημένο βενζινάδικο στον αυτοκινητόδρομο του Κλίβλαντ, θα μου δώσει το παραδάκι που μάζεψε όσον καιρό "διαχειριζόταν" τις επιχειρήσεις μου, και μετά...ας πούμε ότι θα πάθει ένα μικρό ατύχημα...
Ο Άνταμ, καθώς αντιλαμβανόταν το παιχνίδι που παιζόταν πίσω απ'την πλάτη του, έβραζε πλέον απ'την οργή του. 
-...και μόλις αυτός ο ηλίθιος πάει να συναντήσει τον Τζον Κένεντι, θα περάσουμε τα σύνορα και θα γίνεις η βασίλισσα του Ακαπούλκο...
-ΑΥΤΟΣ Ο ΗΛΙΘΙΟΣ, φώναξε ο Άνταμ, καθώς έσπαζε με μια κλωτσιά την πόρτα και έμπαινε μέσα, αυτός ο ηλίθιος δεν έχει πει ακόμα την τελευταία του λέξη! 
Κι αμέσως τον ακολούθησαν οι άλλοι τρεις. Η Ιρίνα κρύφτηκε αμέσως κάτω απ'το γραφείο, ωστόσο ο Στρόνγκχεντ παρέμεινε ατάραχος, με ένα σαρκαστικό χαμόγελο στα χείλη.
-Βρε...βρε...βρε... Το σιχαμερό σκουλήκι, η Καλάμιτι Τζέιν, ο χασοδίκης με τα Βερσάτσε κι ο χαφιές που με έδωσε στεγνά στους μπάτσους...οι τέσσερις του Όσεαν!
-Δε σε έδωσα, Στρόνγκχεντ, φώναξε εξοργισμένος ο Τζόνι. Στο χωριό μου δε συμπαθούμε τους χαφιέδες.
-Ούτε και στο δικό μου, είπε ο Στρόνγκχεντ, γι'αυτό...πες γεια στον μικρό μου φίλο!
Κι έβγαλε απ'την καμπαρντίνα του ένα σαρανταπεντάρι Μάγκνουμ.
Ο Τομ έβγαλε αμέσως κι αυτός το δικό του όπλο σε απάντηση, αλλά το χέρι του έτρεμε και το όπλο ήταν ανά πάσα στιγμή έτοιμο να του πέσει στο πάτωμα.
-Επικίνδυνα παιχνιδάκια για κάτι τύπους σαν κι εσένα τα όπλα, παρατήρησε σαρκαστικά ο Στρόνγκχεντ. Πρόσεχε, μπορεί να έχεις κανένα ατύχημα...κι αυτό δεν το θέλει κανείς μας...
-Αρκετά φλυάρησες, είπε ο Τζόνι, αρπάζοντας το όπλο απ'το χέρι του Τομ και σημαδεύοντας το κεφάλι του Στρόνγκχεντ. Ήρθε η ώρα να πληρώσεις που ανατίναξες το μαγαζί μου!
-Το μαγαζί σου; Ποιο μαγαζί σου; Δεν ήξερα καν ότι έχεις μαγαζί! Και γιατί να ασχοληθώ μαζί σου; Γιατί να ανατινάξω οτιδήποτε; Είμαι φυγάς! Το τελευταίο πράγμα που χρειάζομαι είναι να τραβήξω πάνω μου κι άλλη προσοχή απ'τους μπάτσους!
-Σαν να έχει δίκιο εδώ που τα λέμε...παρατήρησε ο Τομ.
-Ιστορίες για αγρίους! γρύλισε ο Τζόνι.
Εκείνη τη στιγμή, η Νάστια, με την άκρη του ματιού της, παρατήρησε ένα παρατημένο μαδέρι. Η προσοχή του Μάικ ήταν ολοκληρωτικά στραμμένη στον Τζόνι και το όπλο, με το οποίο τον σημάδευε, οπότε...
-Ιστορίες για αγρίους, λέω! Όσο ήμασταν στην ίδια φυλακή, πήγες να με μαχαιρώσεις εφτά φορές! Είχες ψύχωση μαζί μου! Είχες γράψει στον τοίχο του κελιού σου "εκδίκηση ή θάνατος", με αίμα απ'τις ίδιες σου τις φλέβες!
-Σιγά! έκανε περιπαικτικά ο Στρόνγκχεντ. Πολύ μεγάλη ιδέα έχεις για τον εαυτό σου. Θα διακινδύνευα, νομίζεις, να κάνω μια τόσο μεγάλη βλακεία, μόνο και μόνο για να σε εκδικηθώ; Θα ρίσκαρα να τινάξω την απόδρασή μου στον αέρα, μόνο και μόνο για μια τόσο παλιά και ηλίθια ιστορία, όταν με περιμένει μια πλούσια και "τίμια" ζωή στο Ακαπούλκο; Πώς νομίζεις...
ΚΛΑΝΚ!
Ένα χτύπημα ήταν αρκετό για να μείνει αναίσθητος. Η Ιρίνα βγήκε κάτω απ'το γραφείο σκούζοντας.
-Τον σκότωσες! Τον σκότωσες! Τόσο πολύ με ζηλεύεις λοιπόν; Τόσο πολύ σε ενοχλεί η ευτυχία μου;
-Σκάσε, ηλίθια! Αναπνέει ακόμα! Θα τον κουβαλήσουμε έξω απ'την πόλη, κι εκεί...θα δούμε τι θα κάνουμε...Υπάρχει κανένα αυτοκίνητο; Λέγε! Κρατάω μαδέρι!
-Ναι...ένα κλεμμένο Χόντα...είναι παρκαρισμένο εκατό μέτρα παρακάτω...
-Τέλεια! είπε η Νάστια. Θα τον κουβαλήσουμε στο πορτμπαγκάζ. Θα έρθετε όλοι με το αυτοκίνητο, κι ο Τζόνι θα πάρει τη μηχανή. Και θα κατευθυνθούμε προς το Κονέκτικατ.
-Γαμώτο, θα μου τελειώσει η βενζίνη με όλες αυτές τις ιστορίες, είπε ο Τζόνι.
Σύντομα, το αυτοκίνητο κι η μηχανή κατευθύνονταν προς τον νέο αυτό προορισμό. Στο αυτοκίνητο, όπου οδηγούσε η Νάστια κι επέβαιναν η Ιρίνα, ο Άνταμ κι ο Τομ Μπέρνι, η ατμόσφαιρα ήταν τεταμένη.
-Ώστε λοιπόν, έκανε με μισή καρδιά ο Άνταμ, είμαι ένας σιχαμερός γυμνοσάλιαγκας.
-Αφού το έφερε η μοίρα έτσι ώστε να το μάθεις με αυτόν τον τρόπο...ναι, ποτέ δε σε αγάπησα. Το μόνο που με ενδιέφερε ήταν ότι μπορούσες να μου αγοράζεις γούνες, διαμάντια κι αυτοκίνητα.
-Είσαι αυτό που λέει η αδερφή σου...μια πόρνη πολυτελείας είσαι!
-Κι ας είμαι, είπε η Ιρίνα. Τουλάχιστον δεν έχω ψευδαισθήσεις.
-Σκάστε κι οι δύο! είπε η Νάστια. Δεν μπορώ να συγκεντρωθώ στο δρόμο! Θα λύσετε τα αισθηματικά σας αργότερα!
Κι άνοιξε το ραδιόφωνο, στο σταθμό της κλασικής ροκ. Το τραγούδι που έπαιζε ήταν ανατριχιαστικά ταιριαστό στην περίπτωση:
-I'm on a highway to hell...highway to hell..., έσκουζε ο Μπον Σκοτ από τα ηχεία του κλεμμένου Χόντα. Σε μικρή απόσταση από πίσω ακολουθούσε ο Τζόνι με τη μηχανή του.
Καθώς το τραγούδι έφτανε στο τέλος του, μαζί του έφτανε στο τέλος της κι η επεισοδιακή νύχτα. Ο ήλιος ξεπρόβαλε δειλά δειλά απ'την ανατολή, καθώς είχε φτάσει πια έξι η ώρα το πρωί, και ο ραδιοφωνικός σταθμός ξεκίνησε να παίζει δελτίο ειδήσεων.
Κίνδυνος πολέμου στην Ουκρανία...ανούσιες πολιτικές κόντρες μεταξύ Ρεπουμπλικανών και Δημοκρατικών...κάτι σχετικό με την οικογένεια Καρντάσιαν...όλα ακούγονταν σαν ένας συγκεχυμένος θόρυβος στ'αυτιά των επιβαινόντων στο κλεμμένο Χόντα...ώσπου μια πολύ συγκεκριμένη είδηση ακούστηκε από τα ηχεία:
-Συνελήφθη ο Μπράιαν Ντόνοχιου, 28 ετών, υπό την κατηγορία της τοποθέτησης και ενεργοποίησης εκρηκτικού μηχανισμού στο στούντιο τατουάζ "Τζόνι Σκαλ" στην οδό Τζόι Μπελαντόνα 54. Ο δράστης ομολόγησε το έγκλημά του, αρνήθηκε ωστόσο να αποκαλύψει τα κίνητρά του...
Η Νάστια αμέσως πάρκαρε στην άκρη του αυτοκινητόδρομου, και, βλέποντάς την να σταματάει, το ίδιο έκανε ο Τζόνι.
-Τι έγινε;
-Δεν ήταν ο Στρόνγκχεντ που ανατίναξε το μαγαζί σου!
-Α...όχι κι εσύ...
-Αλήθεια! Η αστυνομία συνέλαβε κάποιον Μπράιαν Ντόνοχιου! Και ομολόγησε το έγκλημά του!
-Ντόνοχιου...ποιος είναι αυτός...κάτι μου λέει αυτό το όνομα...σαν οφ α μπιτς! Εκείνος ο τύπος που είχα σπάσει ένα μπουκάλι μπύρας στο κεφάλι του, στη συναυλία των Σλέγιερ! Να πάρει και να σηκώσει...
Αμέσως, άνοιξαν το πορτμπαγκάζ κι έβγαλαν τον Στρόνγκχεντ, που ήταν ακόμα αναίσθητος. Του πήραν το πιστόλι του, για να είναι ασφαλείς, και τον ξύπνησαν.
-Τι...πού είμαι...εσύ! Βρωμερέ χαφιέ! Θες να με σκοτώσεις! Για το μαγαζί σου που δήθεν ανατίναξα!
-Σκάσε, γρύλισε ο Τζόνι. Είχες δίκιο. Ήταν άλλος αυτός που ανατίναξε το μαγαζί μου.
-Ναι, ε; Λοιπόν, εμένα το ίδιο μου κάνει, αφού θα με σκοτώσεις...
-Σκάσε, είπα. Πάρε το πουτανάκι σου την Ιρίνα, πηγαίντε στο Μεξικό, στην Αργεντινή, στο Αφγανιστάν, πηγαίντε όπου στο διάολο θέλετε, μα να μη σας ξαναδώ μπροστά μου.
-Έτσι απλά; Θα μας αφήσεις να φύγουμε;
-Δίνε του, είπα. Δίνε του πριν το μετανιώσω!
Ο Τζόνι κράδαινε ακόμα το όπλο στο χέρι του, οπότε ο Στρόνγκχεντ δεν είχε επιλογή παρά να υπακούσει. Έτσι πήρε το κλεμμένο Χόντα κι έφυγε μαζί με την Ιρίνα. Η Νάστια καβάλησε τη μηχανή του Τζόνι κι έφυγαν. Έτσι έμειναν μόνοι τους ο Σβάρτσενμπεργκ κι ο Τομ Μπέρνι. Καθώς περπατούσαν στην άκρη του αυτοκινητόδρομου, προχωρώντας προς έναν παρακείμενο σταθμό λεωφορείων, για να γυρίσουν στη Νέα Υόρκη, ο Σβάρτσενμπεργκ ξέσπασε σε κλάμματα.
-Η Ιρίνα...η Ιρίνα δε μ'αγάπησε ποτέ...χρειάζομαι έναν ώμο να κλάψω...
Αυτόν τον ώμο του προσέφερε ο Τομ...
Δύο χρόνια μετά το τέλος αυτής της ιστορίας, ο Μάικ κι η Ιρίνα Στρόνγκχεντ ζούσαν μια πλούσια και "τίμια" ζωή στο Ακαπούλκο, όπου ο Μάικ έφτασε μέχρι και να βάλει υποψηφιότητα για Δήμαρχος, αλλά τον νίκησε για λίγες ψήφους ο Γιάννης Μώραλης.
Ο γάμος του Τομ Μπέρνι και του Άνταμ Σβάρτσενμπεργκ έγινε με κάθε επισημότητα στο Άμστερνταμ, όπου ο Τομ δούλευε σαν δικηγόρος, ενώ ο Άνταμ διηύθυνε coffee shop.
Ο Τζόνι παρέστη ως μάρτυρας κατηγορίας στη δίκη του Ντόνοχιου, του τύπου εκείνου που του είχε σπάσει ένα μπουκάλι στο κεφάλι σε μια συναυλία των Σλέγιερ, και κατάφερε να εισπράξει μια διόλου ευκαταφρόνητη αποζημίωση, με την οποία ξαναέστησε το μαγαζί του και τη συλλογή του από συλλεκτικά βινύλια.
Μάλιστα, για ένα φεγγάρι, τα ξαναέφτιαξε με τη Νάστια, αλλά, όπως ήταν αναμενόμενο για μια γυναίκα με τόσο εύφλεκτο ταμπεραμέντο, ξανασφαχτήκανε και εν τέλει τραβήξανε ο καθένας το δρόμο του. Αλλά ο Τζόνι δε χαλάστηκε καθόλου, γιατί, στο κάτω κάτω της γραφής, ήταν ελεύθερο πουλί κι όχι κορόιδο στο κλουβί.
Που λέει κι ένα τραγούδι των Σλέγιερ.
Κι έτσι τελειώνει η Τριλογία του Τζόνι Σκαλ, ενός τύπου που δεν έψαχνε τις φασαρίες, αλλά εκείνες τον έβρισκαν, ενώ το μόνο που ήθελε ήταν τα τρία Μι: μπέρμπον, μέταλ και μ...μοιραίες γυναικείες υπάρξεις.
Αυτά, και να προσέχετε μη μπλέξετε με μια Ρωσίδα που σας θέλει μόνο για τα λεφτά σας κι εν τέλει το γυρίσετε στο ντίζελ.

2 σχόλια:

  1. Ιρίνα καργιόλα, ο Μπάοκ πάνω από όλα, ένα πράγμα;

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Γενικά η Ιρίνα ήταν καργιόλα, αλλά ο Σβάρτσενμπεργκ δεν έγινε Μπαοκτζής.

      Διαγραφή

Ξέρετε, πολλές φορές συμβαίνει τα σχόλια να είναι ακόμη πιο έξυπνα, εύστοχα ή ουσιαστικά από την εγγραφή καθεαυτή. ΟΧΙ ΕΔΩ. Αν σας έρθει καμιά εξυπνάδα, κρατήστε την για τον εαυτό σας.