Τι; Δε σας λέει τίποτα το όνομα Μάντελαϊν; Κοιτάξτε εδώ και θα θυμηθείτε.
Η συνάντησή της με τον Τζακ, που πολλοί αποκαλούσαν κι Εκλεκτό, ήταν εκρηκτική.
Ο Τζακ είχε ξεχάσει το αναμμένο τσιγάρο του δίπλα σε μια φιάλη υγραερίου.
Δεν έμεινε τίποτα από τη μυστική της βάση, και για αρκετό καιρό θεωρούνταν νεκρή. Δηλαδή, όπως ίσως θα είχατε ήδη μαντέψει, έτσι άφηνε τους άλλους να πιστεύουν.
Ήταν πλέον ο καιρός η Μάντελαϊν να πάρει στο παγκόσμιο σκηνικό τη θέση που της άξιζε.
Σε αυτή την ιστορία δε χωράνε αναφορές σε Εκλεκτούς, βυζαρούδες γκόμενες, απατημένους μικροψώληδες και αλκοολικούς κιθαρίστες. Αυτή η ιστορία αφορά τη Μάντελαϊν, που, μακριά απ'όλα αυτά, ήταν έτοιμη να διεκδικήσει ό,τι της άξιζε.
Υπήρχε όμως ένα μικρό προβληματάκι.
Δεν είχε λεφτά.
Έτσι, αναγκάστηκε να έρθει στη Θεσσαλονίκη και να συγκατοικήσει με τον Αναξίμανδρο, έναν φοιτητή Δημιουργικής Παπαρολογίας. Όπως ήταν φυσικό, ο Αναξίμανδρος δεν άργησε να ερωτευτεί τα μεταξένια μακριά μαύρα μαλλιά της, τα ολοστρόγγυλα, σχεδόν παιδικά πράσινα μάτια της, τα μικρά και σφιχτά στήθη της και το σημάδι σε σχήμα αστραπής που είχε πάνω απ'το αριστερό κωλομέρι της.
Επί ένα μήνα, της άφηνε ραβασάκια στο ψυγείο, τύπου "Μάντελαϊν, έχεις κάνει την καρδιά μου να πετάξει, κι επίσης πάρε ψωμί", της έστελνε μηνύματα από τις ατάκες που τους μάθαιναν στη σχολή, της άφηνε τριαντάφυλλα κάτω απ'το πάπλωμα, αλλά ξεχνούσε να βγάλει τα αγκάθια και της τσιμπούσαν τον κώλο. Η Μάντελαϊν δεν αντιδρούσε, γιατί δεν επρόκειτο να βρει αλλού φθηνότερο νοίκι.
Όταν όμως μια μέρα γύρισε νωρίς και τον έπιασε στο δωμάτιό της, ολόγυμνο, να κρατάει ένα καλσόν της στο χέρι, ήταν πλέον too much που λέμε κι εμείς οι Εγγλέζοι.
-Τι κάνεις εκεί με το καλσόν μου, ρε ανώμαλε;
-Ε...ήθελα να κάνω μια ληστεία τράπεζας και...
-Ναι, καλά. Λες και δεν έχω καταλάβει ότι θες το κορμί μου.
-Ε, ναι, θέλω και το κορμί σου, αλλά θέλω να κάνω και ληστεία τράπεζας. Τόσα χρόνια στο σκατό και στη μουτζούρα, το σκατό μου παξιμάδι έκανα, αλλά τώρα ούτε για τα τσιγάρα μου δε φτάνουν.
-Μπα; Λοιπόν, δεν υπάρχει λόγος να ασχολείσαι με τράπεζες και λοιπά ψιλικατζίδικα. Έλα μαζί μου και θα κυριαρχήσουμε στον κόσμο!
Στην πραγματικότητα, η Μάντελαϊν πίστευε ότι δε χρειαζόταν τον Αναξίμανδρο για τα σατανικά της σχέδια. Ήθελε απλά να τον φορτώσει στο αυτοκίνητό της, να σταματήσει κάπου στην εξοχή, να του πετάξει ένα φρίσμπι και να τον παρατήσει εκεί πέρα. Αλλά αυτό ήταν κάτι που δεν έμελλε να συμβεί, γιατί δεν είχε λεφτά να αγοράσει φρίσμπι.
Λίγες μέρες αργότερα, ένα ψυχεδελικά βαμμένο αρχαίο βανάκι VW ξεκινούσε από τα στενά της όμορφης κι ερωτικής Θεσσαλονίκης, βήχοντας, φτύνοντας κι αγκομαχώντας, με προορισμό τον Πειραιά κι από εκεί το καράβι για τα Μάταλα. Επιβάτες του ήταν η Μάντελαϊν κι ο Αναξίμανδρος, ντυμένοι παιδιά των λουλουδιών.
Η Μάντελαϊν χαμογελούσε ειρωνικά, καθώς έβαζε τα παρδαλά φουλάρια της και τα φαρδιά φορέματα πάνω από τις αξύριστες για ένα μήνα μασχάλες της. Θυμόταν που κάποτε, όταν ήταν μικρή, νόμιζε ότι τα παιδιά των λουλουδιών τρώνε λουλούδια. Λες και ήταν τίποτα αγελάδες. Τι ηλίθια που υπήρξε.
Κάπου έξω απ'την Κατερίνη, ένας τρίτος επιβάτης είχε προστεθεί στο χαρούμενο παρεάκι των συνομωτών. Τον λέγανε Τζίμη, είχε προορισμό τη Λαμία και σύντομα θα αποδεικνυόταν ότι δεν είχε έρθει για καλό εκεί μέσα.
Η Μάντελαϊν τον μισούσε, γιατί η παρουσία του Τζίμη δεν την άφηνε να αναπτύξει όπως ήθελε τα σατανικά της σχέδια. Ο Αναξίμανδρος τον μισούσε, γιατί τον θεωρούσε ως έναν πιθανό ανταγωνιστή του για την καρδιά της Μάντελαϊν. Κι ο Τζίμης τους είχε γραμμένους στ'αρχίδια του και τους δύο, γιατί μαστούρωνε από έναν ατελείωτο μπάφο, που του είχε δώσει ένας αλκοολικός κιθαρίστας-εκπαιδευτής Εκλεκτών μια νύχτα στην Καλιφόρνια.
Εν τέλει, κάποια στιγμή, καθώς το βανάκι έσκουζε, έτρεμε και τρανταζόταν σύγκορμο στους υπέροχους ελληνικούς δρόμους, ένας σκουριασμένος μεντεσές δεν άντεξε, η πόρτα έφυγε και ο Τζίμης βρέθηκε ξαπλωμένος χύμα στην άσφαλτο. Κανείς δεν έδειξε να στεναχωριέται ιδιαίτερα γι'αυτό το γεγονός, ούτε καν ο ίδιος ο Τζίμης, αφού την άραξε εκεί πέρα και συνέχισε να την πίνει.
Μια διερχόμενη νταλίκα που μετέφερε γελάδια δεν είχε την ίδια γνώμη.
Εν τέλει, ένα πολύ μακρύ ταξίδι αργότερα, γεμάτο στάσεις για τσιμπολογήματα, καθώς οι αναθυμιάσεις από τον μπάφο του Τζίμη δεν είχαν καταλαγιάσει ακόμα, το 60's αυτό θέαμα έφτασε στο λιμάνι του Πειραιά. Καθώς επιβιβάζονταν στο πλοίο για την Κρήτη, η Μάντελαϊν συνειδητοποίησε ότι είχε κάνει ένα μικρό μικρό μικρό λαθάκι στο σατανικό της σχέδιο.
Δεν άντεχε τη θάλασσα.
Όσο ο Αναξίμανδρος περιφερόταν στο πλοίο, παίζοντας ευχάριστα τραγουδάκια στην ακουστική κιθάρα του και διασκεδάζοντας τα πλήθη, που νόμιζαν ότι κάποιος αποφάσισε να κάνει ριμέικ των ταινιών της Βλαχοπούλου, η Μάντελαϊν ήταν στην κουπαστή και ξερνούσε ακατάπαυστα.
Το μόνο καλό ήταν ότι κατάφερε να χάσει επιτέλους εκείνα τα τριάμιση κιλά που της είχαν καθίσει στον κώλο. Αργότερα τα βρήκε μια Τζίνα, που τα'χε μ'έναν Τζακ, αλλά αυτό είναι μια άλλη μεγάλη ιστορία που πρέπει να σας διηγηθώ κάποτε.
Μόλις πάτησαν τα εδάφη της Λεβεντογέννας, συνειδητοποίησαν ότι είχαν ξεχάσει να πάρουν χάρτη, κι ότι δεν μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν τα GPS των σούπερ εξελιγμένων smartphones τους, γιατί ήταν χίπηδες κι έπρεπε να ακολουθούν το πνεύμα των σίξτιζ.
Λίγο παρακάτω, σε ένα δέντρο, βρήκαν να στέκεται ένας Κρητικός, κοντός αλλά νταβρατισμένος, με μακριές ξανθές μπούκλες.
-Συγνώμη, μαν, πης, λαβ εντ αντερστέντινγκ κι έτσι, πώς θα πάμε στα Μάταλα να πούμε;
-Α, πανεύκολο, θα στρίψετε εδώ δεξιά, λίγο παρακάτω αριστερά, στην τρίτη χασισοφυτεία ευθεία και τέθοια.
-Οκ, μαν. Μέικ λαβ νοτ γουόρ.
-Μπα που να πάθετε γκέιτζ, πανευρωπαηλίθιοι, είπε μέσα απ'τα δόντια του ο περίεργος αυτός ξένος, καθώς έσβηνε το τσίγκαρετ που κάπνιζε στην άσφαλτο.
-Σαν να μου φαίνεται ότι κάπου είχα ξαναδεί αυτόν τον τύπο, παρατήρησε η Μάντελαϊν.
-Άι κεντ γκετ νο σατισφάξιον, απήντησε ο Αναξίμανδρος.
-Έι, ξεκόλλα, ηλίθιε, δεν είμαστε πραγματικοί χίπηδες, απλά τους παριστάνουμε για να μπούμε σε μια σπηλιά στα Μάταλα και να βρούμε τις οδηγίες για την κατάκτηση του κόσμου!
-Μπατ άι κεντ γκετ νο σατισφάξιον ρε συ Μάντελαϊν. Μ'έχεις φλομώσει στη μαλακία τόσες μέρες να πούμε.
-Χέσε μας ρε Αναξίμανδρε.
Για το υπόλοιπο του ταξιδιού δε μιλιόντουσαν.
Εντέλει, καθώς σκαρφάλωναν στα κατσάβραχα των Ματάλων, κι ενώ το μέρος είχε αδειάσει από χίπηδες κι είχε γεμίσει σουρωμένα Αγγλάκια αλλά προφανώς κανείς δεν το έκρινε απαραίτητο να ενημερώσει τους δύο ήρωές μας, ένα παράξενο θέαμα τους περίμενε.
Η είσοδος μιας από τις σπηλιές ήταν σηματοδοτημένη με μια τεράστια πινακίδα νέον που έγραφε "ΓΙΟΥΧΟΥ! ΜΑΝΤΕΛΑΪΝ! ΕΔΩ ΜΕΣΑ!" Όπως ήταν φυσικό, η Μάντελαϊν δεν μπορούσε να αγνοήσει μια τόσο δελεαστική πρόταση, παρ'όλο που οι υπόλοιποι αναγνώστες ίσως υποπτεύονται ότι ήταν παγίδα.
Αλλά τελικά δεν ήταν. Το μόνο που βρισκόταν στη σπηλιά ήταν ένας διακτινιστής, μια ντουζιέρα και μία πρόσκληση για την τελετή των Όσκαρ.
-Ίσως είναι σημάδι, είπε η Μάντελαϊν.
-Αχ, τέλεια! Πάντα ήθελα να πάω στα Όσκαρ, είπε ο Αναξίμανδρος.
-Χριστέ μου, περιτριγυρίζομαι από ηλίθιους, είπε η Μάντελαϊν.
Μια τουαλέτα Βερσάτσε κι ένα γερό ντουζάκι αργότερα, η Μάντελαϊν κι ο Αναξίμανδρος (που, για να μη μπερδευόμαστε, δε φορούσε τουαλέτα Βερσάτσε αλλά κοστούμι Αρμάνι, γιατί το Χόλυγουντ δεν είναι ακόμα έτοιμο για τόσο τολμηρές ενδυματολογικές προτάσεις) βρίσκονταν πρώτο τραπέζι πίστα στην πιο λαμπερή βραδιά του κινηματογράφου.
Στο ίδιο τραπέζι με αυτούς κάθονταν οι Μπραντζελίνα μαζί με το Κογκολέζικο ορφανοτροφείο που είχαν υιοθετήσει, η Μαντόνα με έναν νεαρό που είχε έρθει να της παραδώσει μια πίτσα και κατέληξε να της παραδίδει πίτσες από τη Βιλγαρία κι η Μπιγιονσέ με τον Τζέι Ζι. Τη βραδιά παρουσίαζε, επειδή όλοι οι άλλοι υποψήφιοι είχαν ανειλημμένες υποχρεώσεις, ο Θέμης Γεωργαντάς.
-Και τώρα, για το Όσκαρ Α' Ανδρικού Ρόλου, κυρίες και κύριοι...νικητής είναι...ο Ρόμπερτ Πάτινσον για την ερμηνεία του ως Έντουαρντ στο Τουάιλαϊτ!
Όλοι οι αστέρες του Χόλυγουντ άρχισαν να χειροκροτούν βαριεστημένα, η Μάντελαϊν όμως επαναστάτησε.
-Ε, όχι! Αυτό είναι κοροϊδία!
-Συμφωνώ απόλυτα! δήλωσε η Μπιγιονσέ.
-Μπράβο, Μπιγιονσέ! είπε με θέρμη η Μάντελαϊν.
-Μα βέβαια! συνέχισε η μελαψή καλλονή. Όλοι ξέρουμε ότι ο Τζέικομπ έπρεπε να κερδίσει! Είναι πολύ πιο γλυκούλης!
Η Μάντελαϊν εκείνη τη στιγμή αφηνίασε. Όρμησε στη Μπιγιονσέ κι αποπειράθηκε να την ξεμαλλιάσει.
-Γκετ γιο χαντς οφ μάι γουάιφ, μπιατς, είπε ο Τζέι Ζι και μπήκε ανάμεσά τους.
-Μαζεύτε τους, ρέι! άρχισε να φωνάζει ο Γεωργαντάς, και σύντομα οι φρουροί είχαν πλημμυρίσει το θέατρο Κόντακ.
Η Μάντελαϊν κι ο Αναξίμανδρος άρχισαν να τρέχουν στα νυχτερινά στενάκια του Λος Άντζελες, ώσπου ο Αναξίμανδρος έπεσε μέσα σε έναν ανοιχτό υπόνομο. Η Μάντελαϊν συνέχισε να τρέχει, καθώς η Μαντόνα ξωπίσω της παραήταν γρήγορη για ένα άτομο στην ηλικία της-συνήθως σε αυτή την ηλικία περιέρχονται σε απόλυτη ακινησία.
Ξαφνικά βρήκε μπροστά της μια ανοιχτή πόρτα. Μπήκε μέσα, την έκλεισε με φόρα, κοπανώντας τη με δύναμη στα βυζιά της Αντζελίνα, πριν θυμηθεί ότι η Αντζελίνα είχε κάνει μαστεκτομή.
Ήταν έξι διαδοχικά δωμάτια. Στο πρώτο βρήκε ένα ματωμένο σφυρί. Στο δεύτερο μια γεννήτρια Van Der Graaf. Το τρίτο ήταν ένα νεκροταφείο και σκοινιά κρέμονταν απ'το ταβάνι. Στο τέταρτο στεκόταν ένα μισογκρεμισμένο άγαλμα με μια ζυγαριά. Το πέμπτο ήταν ένα άδειο δωμάτιο με μαύρους τοίχους. Και στο έκτο οι τοίχοι είχαν λεκέδες από αίμα και σπέρμα.
Η Μάντελαϊν είχε αρχίσει να φοβάται εκεί μέσα. Και ξαφνικά, άνοιξε το πάτωμα από κάτω της κι έπεσε σε ένα στρώμα.
Απέναντί της στεκόταν μια φιγούρα που θυμόταν από κάπου, αλλά δε θυμόταν αν τη θυμόταν. Ένας άντρας, γύρω στα πενήντα, που κρατούσε στα χέρια του ένα μπάσο.
Δεν ήταν άλλος από τον Κλιφ Μπάρτον.
-Μα...μα...εσύ δεν είχες πεθάνει;
-Ναι, είχα πεθάνει.
-Και...τότε...πώς είσαι εδώ;
-Μα δεν πέθανα.
-Κάτσε...τελικά πέθανες ή δεν πέθανες;
-Θα σου εξηγήσω. Εκείνο το βράδυ στη Σουηδία, καθώς εκπαραθυρώθηκα από το πούλμαν, φαίνεται ότι οι μπασιστικές εμπνεύσεις μου από το Μάστερ Οφ Πάπετς είχαν συσσωρεύσει αρκετή ενέργεια μεταλλικής γαμιστερότητας, ώστε, καθώς έπεφτα, ξαφνικά το πνεύμα μου διακτινίστηκε σε μία παράλληλη διάσταση. Όταν κατάφερα να γυρίσω εδώ, ήταν πολύ αργά, με είχαν ήδη κηδέψει. Έτσι αποφάσισα να δημιουργήσω αυτό εδώ το μυστικό κρησφύγετο και, από εδώ μέσα...
...μια παρανοϊκή λάμψη άστραψε στα μάτια του...
-...να κυριαρχήσω στον κόσμο!
-Α, τέλεια, είπε η Μάντελαϊν. Είσαι ο άνθρωπός μου. Αυτό ακριβώς έψαχνα να κάνω.
-Τι; Εσύ; Να κυριαρχήσεις στον κόσμο; Μουάχαχαχα. Σε λίγο θα μας πεις κι ότι ο Νιούστεντ ήταν καλύτερος μπασίστας από εμένα.
-Μα...αν δεν κυριαρχήσω στον κόσμο, τότε τι θα κάνω;
-Λοιπόν, κοριτσάκι, δε σου μένει τίποτα άλλο να κάνεις...
...κι άρχισε να ξεκουμπώνει το παντελόνι του...
-...παρά να καβαλήσεις την αστραπή!
Ένα ουρανομήκες YEAAAAAAAAAAH! βγήκε από το λαρύγγι του Πητ Τάουνσεντ κι έσχισε τον νυχτερινό ουρανό του Λος Άντζελες στα δύο.
-ΠΟΤΕ! βροντοφώναξε ο Αναξίμανδρος, που έβγαινε από μια τουαλέτα, καθώς φαινόταν (και μύριζε) σαν να έχει κολυμπήσει σε υπόνομο. Δε θα επιτρέψω...ξεκίνησε να πει, αλλά μόλις σήκωσε το κεφάλι του και αντίκρισε τον Κλιφ, το μόνο που πρόφτασε ήταν να τσιρίξει "ΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑ! ΦΑΝΤΑΣΜΑ!" σαν κοριτσάκι, και μετά λιποθύμησε.
-Αρνούμαι, βρωμερέ πορνόγερε, να σου κάτσω! είπε με σθένος η Μάντελαϊν.
-Δεν είναι στο χέρι σου! απήντησε ο Κλιφ, και, παίζοντας δύο νότες στο μπάσο του, η τουαλέτα της Μάντελαϊν σκίστηκε στα δύο κι η ίδια τινάχτηκε πίσω, πέφτοντας μπρούμυτα στο στρώμα. Όμως ο Κλιφ, εκεί που ήταν έτοιμος να της δείξει τι θα πει Metal Up Your Ass, κοντοστάθηκε. Ήταν φανερό ότι κάτι πολύ παράξενο συνέβαινε.
-Για μια στιγμή...αυτό το σημάδι, πάνω από το αριστερό σου κωλομέρι...πες μου, Μάντελαϊν, χου'ζ γιορ ντάντι;
-Ανώμαλε! Πρόστυχε! Βρωμόστομε! του είπε η Μάντελαϊν.
-Όχι, σοβαρά, πες μου, ποιος είναι ο πατέρας σου; Έχει σημασία.
-Μα...δεν ξέρω. Δεν τον γνώρισα ποτέ μου. Με μεγάλωσε μόνη της η μητέρα μου.
-Και πώς έμοιαζε η μητέρα σου; ρώτησε ο Κλιφ, όλος αγωνία.
-Σαν κι εμένα, περίπου, ίσως λίγο πιο ψηλή...και άκουγε φανατικά Μετάλικα...
Προφέροντας την τελευταία αυτή λέξη, η Μάντελαϊν δάκρυσε, και κοίταξε βαθιά μέσα στα μάτια του Κλιφ. Ήταν πλέον φανερό ότι υπήρχε μια πολύ ισχυρή σύνδεση μεταξύ τους.
Ο Κλιφ, χωρίς να πει λέξη, γύρισε την πλάτη του στη Μάντελαϊν, και της έδειξε το αριστερό του κωλομέρι, όπου, στο ίδιο ακριβώς σημείο με τη Μάντελαϊν, υπήρχε το σημάδι της αστραπής...
Αμέσως, αγκαλιάστηκαν σφιχτά, και ακολούθησαν οι εξής κραυγές ευτυχίας:
-Μπαμπά!
-Κόρη μου!
Ήταν αναμφίβολα μια συγκινητική σκηνή.
Ο Αναξίμανδρος συνήλθε, ξανατσίριξε και ξαναλιποθύμησε. Αφού ξανασυνήλθε, ο Κλιφ τον σήκωσε όρθιο και του είπε, με πατρική στοργή:
-Παιδί μου, η Μάντελαϊν είναι η χαμένη κόρη μου και δεν έχω σκοπό να τη βιάσω. Επομένως, δεν έχω παρά να σας δώσω την ευχή μου για τα καλύτερα.
-Α...αλήθεια; έκανε ο Αναξίμανδρος και κόντεψε να δακρύσει.
-Τι; έκανε η Μάντελαϊν, ξινίζοντας τα μούτρα της. Πώς σου πέρασε από το μυαλό, μπαμπά, ότι θα παντρευτώ αυτόν τον ανώμαλο, καλσονολάγνο, γλοιώδη, πέφτουλα, φλώρο, ανίκανο να κάνει έστω και μία σωστή δουλειά...
...ο Αναξίμανδρος δεν μπορούσε πλέον να συγκρατήσει το κλάμα του...
-...ηλίθιο, χαμερπή, ρομαντικό της δεκάρας, αντισεξουαλικό, ξενέρωτο, μικροτσούτσουνο, πεζό, άφραγκο, ρεμάλι της κοινωνίας...
-Έχεις κι άλλες μαχαιριές να μου δώσεις στην καρδιά; ρώτησε ξεψυχισμένα ο Αναξίμανδρος.
-Μία ακόμα, είπε η Μάντελαϊν. Που τόσα χρόνια δεν αξιώθηκες ούτε το πανεπιστήμιο να τελειώσεις! Φύγε από μπροστά μου να μη σε βλέπω.
Κι έφυγε.
Κι έτσι τελειώνει αυτή η ιστορία.
Τι απέγιναν οι ήρωές της;
Η Μάντελαϊν, μετά από τη συνταρακτική εμπειρία της επανένωσης με τον πατέρα της, συνειδητοποίησε ότι η μανία της να κυριαρχήσει σε όλο τον κόσμο δεν ήταν παρά μία προσπάθεια να ξεπεράσει την έλλειψη του πατέρα της. Η Μάντελαϊν Μπάρτον δεν είχε μέσα της την ανάγκη να κυριαρχήσει τον κόσμο.
Ο Κλιφ συνειδητοποίησε κι αυτός ότι η κυριαρχία ήταν ένα υποκατάστατο της επαφής με την κόρη του. Παράτησε το κρησφύγετο και έπιασε ένα μικρό σπιτάκι στα προάστια του Λος Άντζελες, όπου αυτός κι η Μάντελαϊν πέρασαν ευτυχισμένα χρόνια, δημιουργώντας στο μπάσο, ψήνοντας κουλουράκια και παίζοντας με τα τρία σκυλιά τους, τον Τζέιμς, τον Κερκ και τον Λαρς.
Ο Αναξίμανδρος δεν μπόρεσε ποτέ να ξεπεράσει τη Μάντελαϊν και το έριξε στην πρέζα.
Κι ο Κρητικός με τις ξανθές μπούκλες έγινε διακεκριμένος φυσικός, αφού ανακάλυψε εντελώς τυχαία το συνταρακτικό γεγονός ότι εδώ και τρεις μέρες έχουν περάσει εβδομήντα δύο ώρες.
Και τέθοια.
Αυτά, και να προσέχετε μη μου τη δώσει και πιάσω κι όλους τους υπόλοιπους χαρακτήρες της saga του Εκλεκτού και θα μου τη λέει πάλι ο Γρηγόρης που όλη την ώρα ασχολούμαι με τον Φαν Χάλεν.
Η συνάντησή της με τον Τζακ, που πολλοί αποκαλούσαν κι Εκλεκτό, ήταν εκρηκτική.
Ο Τζακ είχε ξεχάσει το αναμμένο τσιγάρο του δίπλα σε μια φιάλη υγραερίου.
Δεν έμεινε τίποτα από τη μυστική της βάση, και για αρκετό καιρό θεωρούνταν νεκρή. Δηλαδή, όπως ίσως θα είχατε ήδη μαντέψει, έτσι άφηνε τους άλλους να πιστεύουν.
Ήταν πλέον ο καιρός η Μάντελαϊν να πάρει στο παγκόσμιο σκηνικό τη θέση που της άξιζε.
Σε αυτή την ιστορία δε χωράνε αναφορές σε Εκλεκτούς, βυζαρούδες γκόμενες, απατημένους μικροψώληδες και αλκοολικούς κιθαρίστες. Αυτή η ιστορία αφορά τη Μάντελαϊν, που, μακριά απ'όλα αυτά, ήταν έτοιμη να διεκδικήσει ό,τι της άξιζε.
Υπήρχε όμως ένα μικρό προβληματάκι.
Δεν είχε λεφτά.
Έτσι, αναγκάστηκε να έρθει στη Θεσσαλονίκη και να συγκατοικήσει με τον Αναξίμανδρο, έναν φοιτητή Δημιουργικής Παπαρολογίας. Όπως ήταν φυσικό, ο Αναξίμανδρος δεν άργησε να ερωτευτεί τα μεταξένια μακριά μαύρα μαλλιά της, τα ολοστρόγγυλα, σχεδόν παιδικά πράσινα μάτια της, τα μικρά και σφιχτά στήθη της και το σημάδι σε σχήμα αστραπής που είχε πάνω απ'το αριστερό κωλομέρι της.
Επί ένα μήνα, της άφηνε ραβασάκια στο ψυγείο, τύπου "Μάντελαϊν, έχεις κάνει την καρδιά μου να πετάξει, κι επίσης πάρε ψωμί", της έστελνε μηνύματα από τις ατάκες που τους μάθαιναν στη σχολή, της άφηνε τριαντάφυλλα κάτω απ'το πάπλωμα, αλλά ξεχνούσε να βγάλει τα αγκάθια και της τσιμπούσαν τον κώλο. Η Μάντελαϊν δεν αντιδρούσε, γιατί δεν επρόκειτο να βρει αλλού φθηνότερο νοίκι.
Όταν όμως μια μέρα γύρισε νωρίς και τον έπιασε στο δωμάτιό της, ολόγυμνο, να κρατάει ένα καλσόν της στο χέρι, ήταν πλέον too much που λέμε κι εμείς οι Εγγλέζοι.
-Τι κάνεις εκεί με το καλσόν μου, ρε ανώμαλε;
-Ε...ήθελα να κάνω μια ληστεία τράπεζας και...
-Ναι, καλά. Λες και δεν έχω καταλάβει ότι θες το κορμί μου.
-Ε, ναι, θέλω και το κορμί σου, αλλά θέλω να κάνω και ληστεία τράπεζας. Τόσα χρόνια στο σκατό και στη μουτζούρα, το σκατό μου παξιμάδι έκανα, αλλά τώρα ούτε για τα τσιγάρα μου δε φτάνουν.
-Μπα; Λοιπόν, δεν υπάρχει λόγος να ασχολείσαι με τράπεζες και λοιπά ψιλικατζίδικα. Έλα μαζί μου και θα κυριαρχήσουμε στον κόσμο!
Στην πραγματικότητα, η Μάντελαϊν πίστευε ότι δε χρειαζόταν τον Αναξίμανδρο για τα σατανικά της σχέδια. Ήθελε απλά να τον φορτώσει στο αυτοκίνητό της, να σταματήσει κάπου στην εξοχή, να του πετάξει ένα φρίσμπι και να τον παρατήσει εκεί πέρα. Αλλά αυτό ήταν κάτι που δεν έμελλε να συμβεί, γιατί δεν είχε λεφτά να αγοράσει φρίσμπι.
Λίγες μέρες αργότερα, ένα ψυχεδελικά βαμμένο αρχαίο βανάκι VW ξεκινούσε από τα στενά της όμορφης κι ερωτικής Θεσσαλονίκης, βήχοντας, φτύνοντας κι αγκομαχώντας, με προορισμό τον Πειραιά κι από εκεί το καράβι για τα Μάταλα. Επιβάτες του ήταν η Μάντελαϊν κι ο Αναξίμανδρος, ντυμένοι παιδιά των λουλουδιών.
Η Μάντελαϊν χαμογελούσε ειρωνικά, καθώς έβαζε τα παρδαλά φουλάρια της και τα φαρδιά φορέματα πάνω από τις αξύριστες για ένα μήνα μασχάλες της. Θυμόταν που κάποτε, όταν ήταν μικρή, νόμιζε ότι τα παιδιά των λουλουδιών τρώνε λουλούδια. Λες και ήταν τίποτα αγελάδες. Τι ηλίθια που υπήρξε.
Κάπου έξω απ'την Κατερίνη, ένας τρίτος επιβάτης είχε προστεθεί στο χαρούμενο παρεάκι των συνομωτών. Τον λέγανε Τζίμη, είχε προορισμό τη Λαμία και σύντομα θα αποδεικνυόταν ότι δεν είχε έρθει για καλό εκεί μέσα.
Η Μάντελαϊν τον μισούσε, γιατί η παρουσία του Τζίμη δεν την άφηνε να αναπτύξει όπως ήθελε τα σατανικά της σχέδια. Ο Αναξίμανδρος τον μισούσε, γιατί τον θεωρούσε ως έναν πιθανό ανταγωνιστή του για την καρδιά της Μάντελαϊν. Κι ο Τζίμης τους είχε γραμμένους στ'αρχίδια του και τους δύο, γιατί μαστούρωνε από έναν ατελείωτο μπάφο, που του είχε δώσει ένας αλκοολικός κιθαρίστας-εκπαιδευτής Εκλεκτών μια νύχτα στην Καλιφόρνια.
Εν τέλει, κάποια στιγμή, καθώς το βανάκι έσκουζε, έτρεμε και τρανταζόταν σύγκορμο στους υπέροχους ελληνικούς δρόμους, ένας σκουριασμένος μεντεσές δεν άντεξε, η πόρτα έφυγε και ο Τζίμης βρέθηκε ξαπλωμένος χύμα στην άσφαλτο. Κανείς δεν έδειξε να στεναχωριέται ιδιαίτερα γι'αυτό το γεγονός, ούτε καν ο ίδιος ο Τζίμης, αφού την άραξε εκεί πέρα και συνέχισε να την πίνει.
Μια διερχόμενη νταλίκα που μετέφερε γελάδια δεν είχε την ίδια γνώμη.
Εν τέλει, ένα πολύ μακρύ ταξίδι αργότερα, γεμάτο στάσεις για τσιμπολογήματα, καθώς οι αναθυμιάσεις από τον μπάφο του Τζίμη δεν είχαν καταλαγιάσει ακόμα, το 60's αυτό θέαμα έφτασε στο λιμάνι του Πειραιά. Καθώς επιβιβάζονταν στο πλοίο για την Κρήτη, η Μάντελαϊν συνειδητοποίησε ότι είχε κάνει ένα μικρό μικρό μικρό λαθάκι στο σατανικό της σχέδιο.
Δεν άντεχε τη θάλασσα.
Όσο ο Αναξίμανδρος περιφερόταν στο πλοίο, παίζοντας ευχάριστα τραγουδάκια στην ακουστική κιθάρα του και διασκεδάζοντας τα πλήθη, που νόμιζαν ότι κάποιος αποφάσισε να κάνει ριμέικ των ταινιών της Βλαχοπούλου, η Μάντελαϊν ήταν στην κουπαστή και ξερνούσε ακατάπαυστα.
Το μόνο καλό ήταν ότι κατάφερε να χάσει επιτέλους εκείνα τα τριάμιση κιλά που της είχαν καθίσει στον κώλο. Αργότερα τα βρήκε μια Τζίνα, που τα'χε μ'έναν Τζακ, αλλά αυτό είναι μια άλλη μεγάλη ιστορία που πρέπει να σας διηγηθώ κάποτε.
Μόλις πάτησαν τα εδάφη της Λεβεντογέννας, συνειδητοποίησαν ότι είχαν ξεχάσει να πάρουν χάρτη, κι ότι δεν μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν τα GPS των σούπερ εξελιγμένων smartphones τους, γιατί ήταν χίπηδες κι έπρεπε να ακολουθούν το πνεύμα των σίξτιζ.
Λίγο παρακάτω, σε ένα δέντρο, βρήκαν να στέκεται ένας Κρητικός, κοντός αλλά νταβρατισμένος, με μακριές ξανθές μπούκλες.
-Συγνώμη, μαν, πης, λαβ εντ αντερστέντινγκ κι έτσι, πώς θα πάμε στα Μάταλα να πούμε;
-Α, πανεύκολο, θα στρίψετε εδώ δεξιά, λίγο παρακάτω αριστερά, στην τρίτη χασισοφυτεία ευθεία και τέθοια.
-Οκ, μαν. Μέικ λαβ νοτ γουόρ.
-Μπα που να πάθετε γκέιτζ, πανευρωπαηλίθιοι, είπε μέσα απ'τα δόντια του ο περίεργος αυτός ξένος, καθώς έσβηνε το τσίγκαρετ που κάπνιζε στην άσφαλτο.
-Σαν να μου φαίνεται ότι κάπου είχα ξαναδεί αυτόν τον τύπο, παρατήρησε η Μάντελαϊν.
-Άι κεντ γκετ νο σατισφάξιον, απήντησε ο Αναξίμανδρος.
-Έι, ξεκόλλα, ηλίθιε, δεν είμαστε πραγματικοί χίπηδες, απλά τους παριστάνουμε για να μπούμε σε μια σπηλιά στα Μάταλα και να βρούμε τις οδηγίες για την κατάκτηση του κόσμου!
-Μπατ άι κεντ γκετ νο σατισφάξιον ρε συ Μάντελαϊν. Μ'έχεις φλομώσει στη μαλακία τόσες μέρες να πούμε.
-Χέσε μας ρε Αναξίμανδρε.
Για το υπόλοιπο του ταξιδιού δε μιλιόντουσαν.
Εντέλει, καθώς σκαρφάλωναν στα κατσάβραχα των Ματάλων, κι ενώ το μέρος είχε αδειάσει από χίπηδες κι είχε γεμίσει σουρωμένα Αγγλάκια αλλά προφανώς κανείς δεν το έκρινε απαραίτητο να ενημερώσει τους δύο ήρωές μας, ένα παράξενο θέαμα τους περίμενε.
Η είσοδος μιας από τις σπηλιές ήταν σηματοδοτημένη με μια τεράστια πινακίδα νέον που έγραφε "ΓΙΟΥΧΟΥ! ΜΑΝΤΕΛΑΪΝ! ΕΔΩ ΜΕΣΑ!" Όπως ήταν φυσικό, η Μάντελαϊν δεν μπορούσε να αγνοήσει μια τόσο δελεαστική πρόταση, παρ'όλο που οι υπόλοιποι αναγνώστες ίσως υποπτεύονται ότι ήταν παγίδα.
Αλλά τελικά δεν ήταν. Το μόνο που βρισκόταν στη σπηλιά ήταν ένας διακτινιστής, μια ντουζιέρα και μία πρόσκληση για την τελετή των Όσκαρ.
-Ίσως είναι σημάδι, είπε η Μάντελαϊν.
-Αχ, τέλεια! Πάντα ήθελα να πάω στα Όσκαρ, είπε ο Αναξίμανδρος.
-Χριστέ μου, περιτριγυρίζομαι από ηλίθιους, είπε η Μάντελαϊν.
Μια τουαλέτα Βερσάτσε κι ένα γερό ντουζάκι αργότερα, η Μάντελαϊν κι ο Αναξίμανδρος (που, για να μη μπερδευόμαστε, δε φορούσε τουαλέτα Βερσάτσε αλλά κοστούμι Αρμάνι, γιατί το Χόλυγουντ δεν είναι ακόμα έτοιμο για τόσο τολμηρές ενδυματολογικές προτάσεις) βρίσκονταν πρώτο τραπέζι πίστα στην πιο λαμπερή βραδιά του κινηματογράφου.
Στο ίδιο τραπέζι με αυτούς κάθονταν οι Μπραντζελίνα μαζί με το Κογκολέζικο ορφανοτροφείο που είχαν υιοθετήσει, η Μαντόνα με έναν νεαρό που είχε έρθει να της παραδώσει μια πίτσα και κατέληξε να της παραδίδει πίτσες από τη Βιλγαρία κι η Μπιγιονσέ με τον Τζέι Ζι. Τη βραδιά παρουσίαζε, επειδή όλοι οι άλλοι υποψήφιοι είχαν ανειλημμένες υποχρεώσεις, ο Θέμης Γεωργαντάς.
-Και τώρα, για το Όσκαρ Α' Ανδρικού Ρόλου, κυρίες και κύριοι...νικητής είναι...ο Ρόμπερτ Πάτινσον για την ερμηνεία του ως Έντουαρντ στο Τουάιλαϊτ!
Όλοι οι αστέρες του Χόλυγουντ άρχισαν να χειροκροτούν βαριεστημένα, η Μάντελαϊν όμως επαναστάτησε.
-Ε, όχι! Αυτό είναι κοροϊδία!
-Συμφωνώ απόλυτα! δήλωσε η Μπιγιονσέ.
-Μπράβο, Μπιγιονσέ! είπε με θέρμη η Μάντελαϊν.
-Μα βέβαια! συνέχισε η μελαψή καλλονή. Όλοι ξέρουμε ότι ο Τζέικομπ έπρεπε να κερδίσει! Είναι πολύ πιο γλυκούλης!
Η Μάντελαϊν εκείνη τη στιγμή αφηνίασε. Όρμησε στη Μπιγιονσέ κι αποπειράθηκε να την ξεμαλλιάσει.
-Γκετ γιο χαντς οφ μάι γουάιφ, μπιατς, είπε ο Τζέι Ζι και μπήκε ανάμεσά τους.
-Μαζεύτε τους, ρέι! άρχισε να φωνάζει ο Γεωργαντάς, και σύντομα οι φρουροί είχαν πλημμυρίσει το θέατρο Κόντακ.
Η Μάντελαϊν κι ο Αναξίμανδρος άρχισαν να τρέχουν στα νυχτερινά στενάκια του Λος Άντζελες, ώσπου ο Αναξίμανδρος έπεσε μέσα σε έναν ανοιχτό υπόνομο. Η Μάντελαϊν συνέχισε να τρέχει, καθώς η Μαντόνα ξωπίσω της παραήταν γρήγορη για ένα άτομο στην ηλικία της-συνήθως σε αυτή την ηλικία περιέρχονται σε απόλυτη ακινησία.
Ξαφνικά βρήκε μπροστά της μια ανοιχτή πόρτα. Μπήκε μέσα, την έκλεισε με φόρα, κοπανώντας τη με δύναμη στα βυζιά της Αντζελίνα, πριν θυμηθεί ότι η Αντζελίνα είχε κάνει μαστεκτομή.
Ήταν έξι διαδοχικά δωμάτια. Στο πρώτο βρήκε ένα ματωμένο σφυρί. Στο δεύτερο μια γεννήτρια Van Der Graaf. Το τρίτο ήταν ένα νεκροταφείο και σκοινιά κρέμονταν απ'το ταβάνι. Στο τέταρτο στεκόταν ένα μισογκρεμισμένο άγαλμα με μια ζυγαριά. Το πέμπτο ήταν ένα άδειο δωμάτιο με μαύρους τοίχους. Και στο έκτο οι τοίχοι είχαν λεκέδες από αίμα και σπέρμα.
Η Μάντελαϊν είχε αρχίσει να φοβάται εκεί μέσα. Και ξαφνικά, άνοιξε το πάτωμα από κάτω της κι έπεσε σε ένα στρώμα.
Απέναντί της στεκόταν μια φιγούρα που θυμόταν από κάπου, αλλά δε θυμόταν αν τη θυμόταν. Ένας άντρας, γύρω στα πενήντα, που κρατούσε στα χέρια του ένα μπάσο.
Δεν ήταν άλλος από τον Κλιφ Μπάρτον.
-Μα...μα...εσύ δεν είχες πεθάνει;
-Ναι, είχα πεθάνει.
-Και...τότε...πώς είσαι εδώ;
-Μα δεν πέθανα.
-Κάτσε...τελικά πέθανες ή δεν πέθανες;
-Θα σου εξηγήσω. Εκείνο το βράδυ στη Σουηδία, καθώς εκπαραθυρώθηκα από το πούλμαν, φαίνεται ότι οι μπασιστικές εμπνεύσεις μου από το Μάστερ Οφ Πάπετς είχαν συσσωρεύσει αρκετή ενέργεια μεταλλικής γαμιστερότητας, ώστε, καθώς έπεφτα, ξαφνικά το πνεύμα μου διακτινίστηκε σε μία παράλληλη διάσταση. Όταν κατάφερα να γυρίσω εδώ, ήταν πολύ αργά, με είχαν ήδη κηδέψει. Έτσι αποφάσισα να δημιουργήσω αυτό εδώ το μυστικό κρησφύγετο και, από εδώ μέσα...
...μια παρανοϊκή λάμψη άστραψε στα μάτια του...
-...να κυριαρχήσω στον κόσμο!
-Α, τέλεια, είπε η Μάντελαϊν. Είσαι ο άνθρωπός μου. Αυτό ακριβώς έψαχνα να κάνω.
-Τι; Εσύ; Να κυριαρχήσεις στον κόσμο; Μουάχαχαχα. Σε λίγο θα μας πεις κι ότι ο Νιούστεντ ήταν καλύτερος μπασίστας από εμένα.
-Μα...αν δεν κυριαρχήσω στον κόσμο, τότε τι θα κάνω;
-Λοιπόν, κοριτσάκι, δε σου μένει τίποτα άλλο να κάνεις...
...κι άρχισε να ξεκουμπώνει το παντελόνι του...
-...παρά να καβαλήσεις την αστραπή!
Ένα ουρανομήκες YEAAAAAAAAAAH! βγήκε από το λαρύγγι του Πητ Τάουνσεντ κι έσχισε τον νυχτερινό ουρανό του Λος Άντζελες στα δύο.
-ΠΟΤΕ! βροντοφώναξε ο Αναξίμανδρος, που έβγαινε από μια τουαλέτα, καθώς φαινόταν (και μύριζε) σαν να έχει κολυμπήσει σε υπόνομο. Δε θα επιτρέψω...ξεκίνησε να πει, αλλά μόλις σήκωσε το κεφάλι του και αντίκρισε τον Κλιφ, το μόνο που πρόφτασε ήταν να τσιρίξει "ΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑ! ΦΑΝΤΑΣΜΑ!" σαν κοριτσάκι, και μετά λιποθύμησε.
-Αρνούμαι, βρωμερέ πορνόγερε, να σου κάτσω! είπε με σθένος η Μάντελαϊν.
-Δεν είναι στο χέρι σου! απήντησε ο Κλιφ, και, παίζοντας δύο νότες στο μπάσο του, η τουαλέτα της Μάντελαϊν σκίστηκε στα δύο κι η ίδια τινάχτηκε πίσω, πέφτοντας μπρούμυτα στο στρώμα. Όμως ο Κλιφ, εκεί που ήταν έτοιμος να της δείξει τι θα πει Metal Up Your Ass, κοντοστάθηκε. Ήταν φανερό ότι κάτι πολύ παράξενο συνέβαινε.
-Για μια στιγμή...αυτό το σημάδι, πάνω από το αριστερό σου κωλομέρι...πες μου, Μάντελαϊν, χου'ζ γιορ ντάντι;
-Ανώμαλε! Πρόστυχε! Βρωμόστομε! του είπε η Μάντελαϊν.
-Όχι, σοβαρά, πες μου, ποιος είναι ο πατέρας σου; Έχει σημασία.
-Μα...δεν ξέρω. Δεν τον γνώρισα ποτέ μου. Με μεγάλωσε μόνη της η μητέρα μου.
-Και πώς έμοιαζε η μητέρα σου; ρώτησε ο Κλιφ, όλος αγωνία.
-Σαν κι εμένα, περίπου, ίσως λίγο πιο ψηλή...και άκουγε φανατικά Μετάλικα...
Προφέροντας την τελευταία αυτή λέξη, η Μάντελαϊν δάκρυσε, και κοίταξε βαθιά μέσα στα μάτια του Κλιφ. Ήταν πλέον φανερό ότι υπήρχε μια πολύ ισχυρή σύνδεση μεταξύ τους.
Ο Κλιφ, χωρίς να πει λέξη, γύρισε την πλάτη του στη Μάντελαϊν, και της έδειξε το αριστερό του κωλομέρι, όπου, στο ίδιο ακριβώς σημείο με τη Μάντελαϊν, υπήρχε το σημάδι της αστραπής...
Αμέσως, αγκαλιάστηκαν σφιχτά, και ακολούθησαν οι εξής κραυγές ευτυχίας:
-Μπαμπά!
-Κόρη μου!
Ήταν αναμφίβολα μια συγκινητική σκηνή.
Ο Αναξίμανδρος συνήλθε, ξανατσίριξε και ξαναλιποθύμησε. Αφού ξανασυνήλθε, ο Κλιφ τον σήκωσε όρθιο και του είπε, με πατρική στοργή:
-Παιδί μου, η Μάντελαϊν είναι η χαμένη κόρη μου και δεν έχω σκοπό να τη βιάσω. Επομένως, δεν έχω παρά να σας δώσω την ευχή μου για τα καλύτερα.
-Α...αλήθεια; έκανε ο Αναξίμανδρος και κόντεψε να δακρύσει.
-Τι; έκανε η Μάντελαϊν, ξινίζοντας τα μούτρα της. Πώς σου πέρασε από το μυαλό, μπαμπά, ότι θα παντρευτώ αυτόν τον ανώμαλο, καλσονολάγνο, γλοιώδη, πέφτουλα, φλώρο, ανίκανο να κάνει έστω και μία σωστή δουλειά...
...ο Αναξίμανδρος δεν μπορούσε πλέον να συγκρατήσει το κλάμα του...
-...ηλίθιο, χαμερπή, ρομαντικό της δεκάρας, αντισεξουαλικό, ξενέρωτο, μικροτσούτσουνο, πεζό, άφραγκο, ρεμάλι της κοινωνίας...
-Έχεις κι άλλες μαχαιριές να μου δώσεις στην καρδιά; ρώτησε ξεψυχισμένα ο Αναξίμανδρος.
-Μία ακόμα, είπε η Μάντελαϊν. Που τόσα χρόνια δεν αξιώθηκες ούτε το πανεπιστήμιο να τελειώσεις! Φύγε από μπροστά μου να μη σε βλέπω.
Κι έφυγε.
Κι έτσι τελειώνει αυτή η ιστορία.
Τι απέγιναν οι ήρωές της;
Η Μάντελαϊν, μετά από τη συνταρακτική εμπειρία της επανένωσης με τον πατέρα της, συνειδητοποίησε ότι η μανία της να κυριαρχήσει σε όλο τον κόσμο δεν ήταν παρά μία προσπάθεια να ξεπεράσει την έλλειψη του πατέρα της. Η Μάντελαϊν Μπάρτον δεν είχε μέσα της την ανάγκη να κυριαρχήσει τον κόσμο.
Ο Κλιφ συνειδητοποίησε κι αυτός ότι η κυριαρχία ήταν ένα υποκατάστατο της επαφής με την κόρη του. Παράτησε το κρησφύγετο και έπιασε ένα μικρό σπιτάκι στα προάστια του Λος Άντζελες, όπου αυτός κι η Μάντελαϊν πέρασαν ευτυχισμένα χρόνια, δημιουργώντας στο μπάσο, ψήνοντας κουλουράκια και παίζοντας με τα τρία σκυλιά τους, τον Τζέιμς, τον Κερκ και τον Λαρς.
Ο Αναξίμανδρος δεν μπόρεσε ποτέ να ξεπεράσει τη Μάντελαϊν και το έριξε στην πρέζα.
Κι ο Κρητικός με τις ξανθές μπούκλες έγινε διακεκριμένος φυσικός, αφού ανακάλυψε εντελώς τυχαία το συνταρακτικό γεγονός ότι εδώ και τρεις μέρες έχουν περάσει εβδομήντα δύο ώρες.
Και τέθοια.
Αυτά, και να προσέχετε μη μου τη δώσει και πιάσω κι όλους τους υπόλοιπους χαρακτήρες της saga του Εκλεκτού και θα μου τη λέει πάλι ο Γρηγόρης που όλη την ώρα ασχολούμαι με τον Φαν Χάλεν.
Αρκετοί Μετάλλικα, άρα περνάς.
ΑπάντησηΔιαγραφήΕντελώς τυπικά, βέβαια, εδώ και τρεις μέρες έχουν περάσει 72 ώρες πλην περίπου 10^-15, αν θυμάμαι καλά, δευτερόλεπτα.
Σκάσε. 72 ώρες ήτανε. Δε θα αμφισβητήσεις εσύ τον ξανθό Κρητικό.
ΔιαγραφήΑυτός ο Κρητικός με τις ξανθές μπούκλες πολύ δυνατός χαρακτήρας. Τύφλα να χει ο Βάσια, η αρκούδα του Πούτιν.
ΑπάντησηΔιαγραφήΉταν ένας χαρακτήρας που βασίζεται σε αληθινό πρόσωπο, γι'αυτό και βγήκε τόσο δυνατός.
ΔιαγραφήΠοιος να είναι άραγε;
ΔιαγραφήΈλα μου ντε. Κι εγώ αυτή την απορία έχω.
ΔιαγραφήΓιε μου, τα μπουρδούκλωσες πολύ και κάπου σε έχασα.
ΑπάντησηΔιαγραφήΑλλά αφου σου αρέσει να τα γράφεις, εγώ θα τα διαβάζω.
Αυτή είναι η αγάπη της μάνας, κυρίες και κύριοι. Ασταδγιάλα μου συγκινήθηκα πάλι.
ΔιαγραφήΕίχες πολύ γρήγορη και ωραία πλοκή, μόνο που κάπου (δεν σου λέω να σκάσεις καριόλη) έχεις γράψει "Μετάλικα" αντί για "Μετάλλικα".
ΑπάντησηΔιαγραφήΑυτά και να προσέχεις μη σου "ισιώσει την πλατούλα" με το μπάσο ο Κλιφφ
Επίτηδες το έγραψα Μετάλικα, για να συμβολίσω ότι η Μάντελαϊν μιλάει με αθηναίικη προφορά και δεν μπορεί να κάνει το παχύ λ.
ΔιαγραφήCtrl+F... 3 δευτερόλεπτα υπόθεση.
ΔιαγραφήΣΩΠΑ ΡΕ! Μπορείς να κάνεις τέτοιο πράγμα σε έναν υπολογιστή; Μα τη μπαναγία, δεν το ήξερα!
ΔιαγραφήCliff+F=love forever
ΔιαγραφήΉ αυτό ήταν ένα αστείο που απαιτεί να έχεις μουσική παιδεία για να το καταλάβεις, ή άρχισες πάλι τα ναρκωτικά.
Διαγραφήκαι τα 3, συγνώμη 4
ΔιαγραφήΚι επίσης, αν το καλοσκεφτείς, εδώ και τρεις μέρες πέρασαν 73 ώρες, γιατί άλλαξε η ώρα. Τα λεφτά μας πίσω.
Διαγραφήνα τα ζητήσεις από τον doctor Who
ΔιαγραφήEγώ με τη μουσική μου παιδεία δεν το έπιασα. άρα μάλλον και τα πέντε.
ΔιαγραφήΌχι, θα μου τα δώσεις εσύ, γιατί τα χρειάζομαι για να ταξιδέψω στην Καλαμάτα, που είναι γνωστή ως Πάτρα.
ΔιαγραφήΜπουγατσάκι μου,είσαι καλλιτέχνης,τα 'χουμε πει αυτά. Μου άρεσε το τέλος και γενικότερα ήταν ωραία η πλοκή. (το "καλσονολάγνος" θεϊκό :p)
ΑπάντησηΔιαγραφήΝαι, ε; Και στην αρχή μου είχε φανεί πολύ κλισέ η υπόθεση της κοπέλας που βρίσκει μετά από πολλά χρόνια τον θεωρούμενο ως νεκρό πατέρα της. Oh well.
ΔιαγραφήΣτη ψηφοφορία ψήφισα ΝΔ. Στην αρχή νόμιζα ότι ρωτούσες ποιο κόμμα θα ψηφίζατε, και πήγα να ψηφίσω ΚΚΕ (χωρίς πλάκα, αν είναι να εφαρμόσουν κομμουνισμό, προτιμώ τους ορίτζιναλ)...
ΑπάντησηΔιαγραφήΕγώ προσωπικά, αν ξανακατεβεί ο "Χαρίζω Οικόπεδα", ψηφίζω αυτόν.
Διαγραφή