Ένα από τα εκατοντάδες ταλέντα μου, μαζί με τα άλλα που βαριέμαι να απαριθμήσω γιατί είναι εκατοντάδες, είναι και η ποίηση. Σήμερα, λοιπόν, λέω να σας επιδείξω αυτό το ταλέντο, σε ένα επικό στιχούργημα ιαμβικού δεκαπεντασύλλαβου ομοιοκατάληκτου που θα στείλει κάτι πουθενάδες σαν τον Ελύτη και τον Καρυωτάκη να σχεδιάζουν μηχανολογικό σχέδιο.
Ήτανε μέρα όμορφη εις την Θεσσαλονίκη,
τα κομπρεσέρια βάραγαν και ούρλιαζαν οι λύκοι,
ποιοι λύκοι, τώρα, θα με πεις, αφού είναι ακόμα μέρα,
ποιητική αηδία, θα σε πω, και θα σε κάνω πέρα.
Μην πείτε, Αθηναίοι μου, τα με πως είναι λάθος.
Τη γνώμη μου υπερασπίζομαι με τόλμη και με πάθος.
Ο ήρωας μας ήτανε λαμπρός μηχανολόγος
κι επαναστάτης -άραγε χωρίς να υπάρχει λόγος;-
φόρτωσε τ'αυτοκίνητο να κάνει μακρύ ταξίδι
πήγε για να βρει γιατρειά για το δεξί του αρχίδι
που του 'χαν πρήξει οι γκόμενες, εκείνες που δεν είχε
κι έψαχνε να βρει γέροντα, που μυστικό κατείχε
το μέγα της ζωής, κι όλης της γης την ερμηνεία
και όλες του τις συμβουλές κατά την αγαμία.
Καθώς το αμάξι έτρεχε, σταμάτησε στα διόδια
που οι "Δεν Πληρώνω" είχανε μπλοκάρει με εμπόδια
και παίζαν τάβλι πάνω τους και ρίχνανε ασσόδυα
κι ο ήρωας τα παράτησε και πήγε με τα πόδια.
Μες στο λιβάδι βάδιζε, τον σταματάει ένας κλέφτης
και τότε είπε ο ήρωας, αληθεια, δεν είμαι ψεύτης,
"Εσύ, ρε κλέφτη που κοιτάς, τράβα και γαμήσου,
μου πήρες τη ζωή μου εσύ, σου παίρνω τη δική σου".
Κάτσε, για στάσου ένα λεπτό, αυτό είναι των Άιρον
Μέιντεν. Είμαι ποιητής ωσάν τον λόρδο Μπάιρον.
"Σιγά εσύ, ηρέμησε, μη φύγει κάνας πόντος,
κι είναι Κυριακή πρωί κι είναι κλειστός ο Χόντος"
ηκούσθη βροντερή φωνή στου ουρανού την άκρη.
Στα μάγουλα του ήρωα εκύλησε ένα δάκρυ
από του κόσμου την σκληρή και αδάμαστη κακία
κι ορκίστηκε εκδίκηση ενάντια στην κοινωνία.
Συνέχισε το δρόμο του μέσα στο λιβάδι
μέχρι που τον σταμάτησε ένα παχύ γελάδι
και το γελάδι μίλησε, και με σοφία του λέει:
"Τα γελάδια δε μιλάν, μήτε κι οι αρουραίοι,
μάλλον θα σε χαλάσανε οι πολλοί οι μπάφοι
κι έρχεσαι τώρα εσύ εδώ να κάνεις τον Καβάφη".
"Σωστές είναι οι κουβέντες σου, σταράτες είναι όλες,
έλα όμως που σήμερα μου μύρισαν μπριτζόλες"
είπε ο ήρωάς μας κι έβγαλε τη χατζάρα
και το γελάδι έκανε ωραίο ψητό στη σχάρα.
Καθώς αποτελείωνε το τελευταίο κοψίδι
και ξάπλωνε την κορμάρα του εις το παχύ γρασίδι
έρχεται απ'τα βουνά μια βοσκοπούλα χάρμα,
κι ο ήρωάς μας ένιωσε πως του άλλαξε το κάρμα.
Ήταν ψηλή, ξανθή, λεπτή, με τουρλωτά καπούλια
του φάνηκε για μια στιγμή πως μοιάζει στη Μακρυπούλια
μετά το ξανασκέφτηκε και άλλαξε τη γνώμη,
γιατί η βοσκοπούλα ήτανε πιο νόστιμη ακόμη.
Η κοπελιά τον ρώτησε "Μην είδες το γελάδι,
που έβοσκε χορταράκια σε τούτο το λιβάδι;"
Ο ήρωάς μας τα 'χασε, έπεσε σαστιμάρα,
πώς θα την εκάλυπτε τούτη του την παπάρα;
"Μάλλον θα πήγε προς τα κει", της είπε και εσηκώθη
κι άρχισε τρεχαλητό, μα η κοπελιά δε νιώθει
έκανε αθλητισμό, στα τετρακόσια μέτρα
και τρέχει από πίσω του, και του πετάει μια πέτρα.
Η πέτρα ετούτη αστόχησε και βρήκε μιαν αρκούδα,
σε μια σπηλιά κοιμότανε, ήρεμη σαν τον Βούδα,
μα η πέτρα την εξύπνησε και το θεριό θυμώνει
και πάει να φάει τον ήρωα στη σχάρα με λεμόνι.
Μα τότε βγάζει ο ήρωας απ'την τσέπη μια κιθάρα
και με τέχνη περισσή παίζει επική σολάρα
που του'χε μάθει κάποτες ο Ντέιβ ο Μαστέι
πριν τον απολύσουν οι Χετφιλντοχαμεταίοι
και φτιάξει μπάντα θρυλική, που Μέγκαντεθ τη λένε
κι όσοι την μπάντα δεν ακούν στην κόλαση τους καίνε,
και πέφτει η αρκούδα ανάσκελα κι αρχίζει το χεντμπάνγκινγκ
κι ο ήρωας με την κοπελιά κάνουνε μπάντζι-τζάμπινγκ.
Το ξέρω πως δεν βγαίνει εδώ συμπέρασμα κανένα,
μα ρίμα δεν έβγαινε αλλιώς, μην τα 'χετε χαμένα.
Η κόρη ενθουσιάστηκε με του ήρωα το ταλέντο
κι ο ήρωας μας το 'δε αυτό σαν μέγα κομπλιμέντο
την πήρε και την πέταξε πίσω από κάτι βάτα
της ξήγησε το όνειρο χύμα και τσεκουράτα
και τότε, σαν να 'ταν μαγικό, ξεφούσκωσε το παπάρι
που του'χε γίνει από καιρό σα μαύρο μαργαριτάρι
ξεθόλωσε το μάτι του, και είδε αλλιώς το πράμα
κι ένιωσε σαν τον πρόεδρα, τον Μπάρακ τον Ομπάμα
που 'κανε τα κουμάντα του μες στο Λευκό τον Οίκο
και είχε τα Ρεπουμπλικανά όλα στο κάτσε-σήκω.
Μετά ο Ομπάμα ξύπνησε και είδε το ρεζίλι
που ήταν η θητεία του και έπεσε στους σκύλοι
να τόνε φάνε ζωντανό-μα δε μας νοιάζει τούτος,
γυρνάμε λοιπόν στον ήρωα , που εθεραπεύθη ούτως.
Σηκώθηκε κι ευχαρίστησε θερμά τη βοσκοπούλα
και κίνησε για το σπίτι του, που'χε μια γαλοπούλα
στο φούρνο βάλει αποβραδίς, και θα του εκαιγόταν
και κρίμα θα'ταν τα λεφτά που'χε πληρώσει όταν
την έπαιρνε από'ναν πωλητή, χασάπη στο Καπάνι
που ήταν μεγάλος Παοκτζής και φοβερό αλάνι
κι όλη την ώρα μίλαγε για τόνε Σαλπιγγίδη
που είναι μεγάλος παιχταράς και ξέρει το παιχνίδι.
Κι έφτασε πάλι ο ήρωας ξανά μπρος τα διόδια
και είδε ότι του ξήλωσαν μέχρι και τα καλώδια
από το μαύρο του Ίμπιζα, το θρυλικό του αμάξι,
που το 'χε αγάπη τρομερή, μη βρέξει και μη στάξει,
κι ο ήρωας εξοργίστηκε και πέταξε ως την Κρήτη,
και βρήκε εκείνο τον αισχρό και ποταπό αλήτη
που έκανε στο αμάξι του τέτοιο κακό μεγάλο.
Μανώλη τον ελέγανε, μαντέψατε δίχως άλλο,
και ο ήρωας τον έκανε του αλατιού, αν ρωτάτε,
γιατί εκτός των άλλωνε ήξερε και καράτε
μαύρη ζώνη, δέκα νταν, πρωταθλητής βαρβάτος,
μα πάει το Ίμπιζα, ψόφησε, και τώρα οδηγάει Άτος.
Αυτή ήταν η ιστορία μας, εδώ πλέον τελειώνει
και μη μου παριστάνετε κάνα βαρύ πεπόνι.
Αν δε σκαμπάζετε εσείς απ'την καλή την τέχνη,
μην με σκοτίζετε πολύ εμέ τον καλλιτέχνη.
Αυτά και να προσέχετε μη μου τήνε βιδώσει
και γράφω έτσι, η Κόλαση μέχρι που να παγώσει.
Ήτανε μέρα όμορφη εις την Θεσσαλονίκη,
τα κομπρεσέρια βάραγαν και ούρλιαζαν οι λύκοι,
ποιοι λύκοι, τώρα, θα με πεις, αφού είναι ακόμα μέρα,
ποιητική αηδία, θα σε πω, και θα σε κάνω πέρα.
Μην πείτε, Αθηναίοι μου, τα με πως είναι λάθος.
Τη γνώμη μου υπερασπίζομαι με τόλμη και με πάθος.
Ο ήρωας μας ήτανε λαμπρός μηχανολόγος
κι επαναστάτης -άραγε χωρίς να υπάρχει λόγος;-
φόρτωσε τ'αυτοκίνητο να κάνει μακρύ ταξίδι
πήγε για να βρει γιατρειά για το δεξί του αρχίδι
που του 'χαν πρήξει οι γκόμενες, εκείνες που δεν είχε
κι έψαχνε να βρει γέροντα, που μυστικό κατείχε
το μέγα της ζωής, κι όλης της γης την ερμηνεία
και όλες του τις συμβουλές κατά την αγαμία.
Καθώς το αμάξι έτρεχε, σταμάτησε στα διόδια
που οι "Δεν Πληρώνω" είχανε μπλοκάρει με εμπόδια
και παίζαν τάβλι πάνω τους και ρίχνανε ασσόδυα
κι ο ήρωας τα παράτησε και πήγε με τα πόδια.
Μες στο λιβάδι βάδιζε, τον σταματάει ένας κλέφτης
και τότε είπε ο ήρωας, αληθεια, δεν είμαι ψεύτης,
"Εσύ, ρε κλέφτη που κοιτάς, τράβα και γαμήσου,
μου πήρες τη ζωή μου εσύ, σου παίρνω τη δική σου".
Κάτσε, για στάσου ένα λεπτό, αυτό είναι των Άιρον
Μέιντεν. Είμαι ποιητής ωσάν τον λόρδο Μπάιρον.
"Σιγά εσύ, ηρέμησε, μη φύγει κάνας πόντος,
κι είναι Κυριακή πρωί κι είναι κλειστός ο Χόντος"
ηκούσθη βροντερή φωνή στου ουρανού την άκρη.
Στα μάγουλα του ήρωα εκύλησε ένα δάκρυ
από του κόσμου την σκληρή και αδάμαστη κακία
κι ορκίστηκε εκδίκηση ενάντια στην κοινωνία.
Συνέχισε το δρόμο του μέσα στο λιβάδι
μέχρι που τον σταμάτησε ένα παχύ γελάδι
και το γελάδι μίλησε, και με σοφία του λέει:
"Τα γελάδια δε μιλάν, μήτε κι οι αρουραίοι,
μάλλον θα σε χαλάσανε οι πολλοί οι μπάφοι
κι έρχεσαι τώρα εσύ εδώ να κάνεις τον Καβάφη".
"Σωστές είναι οι κουβέντες σου, σταράτες είναι όλες,
έλα όμως που σήμερα μου μύρισαν μπριτζόλες"
είπε ο ήρωάς μας κι έβγαλε τη χατζάρα
και το γελάδι έκανε ωραίο ψητό στη σχάρα.
Καθώς αποτελείωνε το τελευταίο κοψίδι
και ξάπλωνε την κορμάρα του εις το παχύ γρασίδι
έρχεται απ'τα βουνά μια βοσκοπούλα χάρμα,
κι ο ήρωάς μας ένιωσε πως του άλλαξε το κάρμα.
Ήταν ψηλή, ξανθή, λεπτή, με τουρλωτά καπούλια
του φάνηκε για μια στιγμή πως μοιάζει στη Μακρυπούλια
μετά το ξανασκέφτηκε και άλλαξε τη γνώμη,
γιατί η βοσκοπούλα ήτανε πιο νόστιμη ακόμη.
Η κοπελιά τον ρώτησε "Μην είδες το γελάδι,
που έβοσκε χορταράκια σε τούτο το λιβάδι;"
Ο ήρωάς μας τα 'χασε, έπεσε σαστιμάρα,
πώς θα την εκάλυπτε τούτη του την παπάρα;
"Μάλλον θα πήγε προς τα κει", της είπε και εσηκώθη
κι άρχισε τρεχαλητό, μα η κοπελιά δε νιώθει
έκανε αθλητισμό, στα τετρακόσια μέτρα
και τρέχει από πίσω του, και του πετάει μια πέτρα.
Η πέτρα ετούτη αστόχησε και βρήκε μιαν αρκούδα,
σε μια σπηλιά κοιμότανε, ήρεμη σαν τον Βούδα,
μα η πέτρα την εξύπνησε και το θεριό θυμώνει
και πάει να φάει τον ήρωα στη σχάρα με λεμόνι.
Μα τότε βγάζει ο ήρωας απ'την τσέπη μια κιθάρα
και με τέχνη περισσή παίζει επική σολάρα
που του'χε μάθει κάποτες ο Ντέιβ ο Μαστέι
πριν τον απολύσουν οι Χετφιλντοχαμεταίοι
και φτιάξει μπάντα θρυλική, που Μέγκαντεθ τη λένε
κι όσοι την μπάντα δεν ακούν στην κόλαση τους καίνε,
και πέφτει η αρκούδα ανάσκελα κι αρχίζει το χεντμπάνγκινγκ
κι ο ήρωας με την κοπελιά κάνουνε μπάντζι-τζάμπινγκ.
Το ξέρω πως δεν βγαίνει εδώ συμπέρασμα κανένα,
μα ρίμα δεν έβγαινε αλλιώς, μην τα 'χετε χαμένα.
Η κόρη ενθουσιάστηκε με του ήρωα το ταλέντο
κι ο ήρωας μας το 'δε αυτό σαν μέγα κομπλιμέντο
την πήρε και την πέταξε πίσω από κάτι βάτα
της ξήγησε το όνειρο χύμα και τσεκουράτα
και τότε, σαν να 'ταν μαγικό, ξεφούσκωσε το παπάρι
που του'χε γίνει από καιρό σα μαύρο μαργαριτάρι
ξεθόλωσε το μάτι του, και είδε αλλιώς το πράμα
κι ένιωσε σαν τον πρόεδρα, τον Μπάρακ τον Ομπάμα
που 'κανε τα κουμάντα του μες στο Λευκό τον Οίκο
και είχε τα Ρεπουμπλικανά όλα στο κάτσε-σήκω.
Μετά ο Ομπάμα ξύπνησε και είδε το ρεζίλι
που ήταν η θητεία του και έπεσε στους σκύλοι
να τόνε φάνε ζωντανό-μα δε μας νοιάζει τούτος,
γυρνάμε λοιπόν στον ήρωα , που εθεραπεύθη ούτως.
Σηκώθηκε κι ευχαρίστησε θερμά τη βοσκοπούλα
και κίνησε για το σπίτι του, που'χε μια γαλοπούλα
στο φούρνο βάλει αποβραδίς, και θα του εκαιγόταν
και κρίμα θα'ταν τα λεφτά που'χε πληρώσει όταν
την έπαιρνε από'ναν πωλητή, χασάπη στο Καπάνι
που ήταν μεγάλος Παοκτζής και φοβερό αλάνι
κι όλη την ώρα μίλαγε για τόνε Σαλπιγγίδη
που είναι μεγάλος παιχταράς και ξέρει το παιχνίδι.
Κι έφτασε πάλι ο ήρωας ξανά μπρος τα διόδια
και είδε ότι του ξήλωσαν μέχρι και τα καλώδια
από το μαύρο του Ίμπιζα, το θρυλικό του αμάξι,
που το 'χε αγάπη τρομερή, μη βρέξει και μη στάξει,
κι ο ήρωας εξοργίστηκε και πέταξε ως την Κρήτη,
και βρήκε εκείνο τον αισχρό και ποταπό αλήτη
που έκανε στο αμάξι του τέτοιο κακό μεγάλο.
Μανώλη τον ελέγανε, μαντέψατε δίχως άλλο,
και ο ήρωας τον έκανε του αλατιού, αν ρωτάτε,
γιατί εκτός των άλλωνε ήξερε και καράτε
μαύρη ζώνη, δέκα νταν, πρωταθλητής βαρβάτος,
μα πάει το Ίμπιζα, ψόφησε, και τώρα οδηγάει Άτος.
Αυτή ήταν η ιστορία μας, εδώ πλέον τελειώνει
και μη μου παριστάνετε κάνα βαρύ πεπόνι.
Αν δε σκαμπάζετε εσείς απ'την καλή την τέχνη,
μην με σκοτίζετε πολύ εμέ τον καλλιτέχνη.
Αυτά και να προσέχετε μη μου τήνε βιδώσει
και γράφω έτσι, η Κόλαση μέχρι που να παγώσει.
Καλούτσικο. Προτείνεται να μην το ξανακάνεις.
ΑπάντησηΔιαγραφήΌχι, δεν έχω σκοπό.
ΔιαγραφήΚαι δεν ξέρω αν το πρόσεξες, αλλά τήρησα την υπόσχεσή μου και εκεί που χρειαζόμουν διάσημο κιθαρίστα ΔΕΝ έβαλα τον Φαν Χάλεν. Για να δεις τι καλός που είμαι.
Όχι ντάξει,ήταν καλό!
ΑπάντησηΔιαγραφήΕσύ και ο Σολωμός!
Καλημέρα.
Δεν τολμώ να συγκριθώ με το Σολωμό. Με την τσιπούρα πάλι το συζητάω.
ΔιαγραφήΒtw σήμερα έφαγα σολωμό για μεσημεριανό! :Ρ
ΔιαγραφήΑ, ναι; Εγώ συνήθως τσιπούρες τρώω. Οι σολομοί κοστίζουν.
Διαγραφή................
ΑπάντησηΔιαγραφήΣε κατανοώ. Είναι τέτοια η δύναμη της ποίησής μου που έμεινες άφωνος.
ΔιαγραφήΚαι τώρα τι; Θες να κάνω λογοτεχνική ανάλυση του ποιήματος ως πρώην τριτοδεσμίτισσα; Ή προσπαθείς να ρίξεις καμιά τριτοδεσμίτισσα;
ΑπάντησηΔιαγραφήΟύτε το ένα ούτε το άλλο. Ή μπορεί το ένα. Ή το άλλο. Ή και τα δύο. Δεν ξέρω, εμείς οι καλλιτέχναι είμεθα μπερδεμένες φύσεις.
Διαγραφή
ΑπάντησηΔιαγραφή'Ητανε νέος κι έξυπνος ήταν και παλικάρι
δεν ήτανε τραγουδιστής, δεν είχε άλλη χάρη,
μονάχα τη μανία του, τα μαθηματικά του
κι ένα καημό πολύ γνωστό με τα αισθηματικά του.
Ένα καιρό το ίμπιζα ο Πέρης τ' οδηγούσε
και ο Θωμάς ο άξιος χατζάρα δεν κρατούσε
μόνο διαβήτες κι άη παντ, καν'α μοιρογνωμόνιο
και κάθε τι μυστήριο που φτιάχνει το Μνημόνιο
απ' τα ακατανόητα και μαθηματικένια
που μας χαλάνε τη ζωή και μας γεμίζουν έγνοια.
Μια μέρα ο Παρθένος μας έκλεψε το αμάξι
και βγήκε εις τα εξοχάς έρωτες για να ψάξει.
Καλή η πρόθεση αλλά ο νους του είν΄σκοτισμένος
πηγμένος απ' τα τρίγωνα και παραλοϊσμένος
κι αντί να βγει για έρωτες και τρυφερές θωπείες
γέροντα λέει ζήταγε δια τις αγαμίες.
Γέροντας δεν υπήρχε εκεί ούτε κρυφό βοτάνι
μια βοσκοπούλα βρέθηκε με πρόστυχο φουστάνι
κι αντί το παλικάρι μας γλυκά να της μιλήσει
με στόχο του απότερο να την αποπλανίσει
στα πόδια το 'βαλε ο νιός τ΄άξιο το παλικάρι
κρατώντας στα χεράκια του ένα μακρύ χατζάρι.
Η βοσκοπούλα έτρεχε και τονε κυνηγούσε
μα εκείνου του φαινότανε πως τον πετροβολούσε.
Παρθένος γύρισε ο Θωμάς, κι όλο θρηνολογούσε
με δεκαπεντασύλλαβους το ίμπιζα πενθούσε.
Στο πι σι που καθότανε πουλάκια κελαϊδούσαν
δεν κελαϊδούσαν σαν πουλιά, μήτε σα χελιδόνια,
μον΄κελαϊδούσαν κι έλεγαν μ΄ανθρωπινή ομιλία:
Το ίμπιζά σου να μην κλαις, (σιγά τ' αγέροχο άτι)
να κλαις την απειρία σου που αλήθεια βγάζει μάτι.
Κι όταν μονάχος θα βρεθείς ξανά με το χατζάρι
μην το κρατάς στα χέρια σου το άχρηστο ματζαφλάρι,
μα σαν η βλάχα η όμορφη βρεθεί ξανά μπροστά σου
κλείσε το παντελόνι σου και φώναξέ της: Στάσου!
Εκτιμώ πάντα μια καλή δεκαπεντασύλλαβη απάντηση, αλλά να διευκρινίσω ότι ο ήρωας του αρχικού μου ποιήματος δεν έμεινε παρθένος, τουναντίον θεράπευσε το πρόβλημά του με τη βοσκοπούλα. Νόμιζα ότι ήταν ξεκάθαρο.
ΔιαγραφήΉταν;
ΔιαγραφήΤα συγχαρητήριά μου όμως δεν το κατάλαβα, με μπέρδεψαν οι πέτρες.
Εξ ου κι ο λυρισμός λοιπόν..
Gene Gene made a machine,
ΑπάντησηΔιαγραφήAnd Joe Joe made it go,
Art Art blew a fart,
And blew the whole damn thing apart...
Πάνω απ'όλα ποιότης.
ΔιαγραφήΚαλούτσικο ήταν,αν και σε έχασα σε κάποια σημεία. Εντάξει,υπάρχει χρόνος βελτίωσης νομίζω. Στα υπόλοιπα μαθήματα τι θα κάνεις;
ΑπάντησηΔιαγραφήΠοια υπόλοιπα μαθήματα; Μιλάς με γρίφους, γέροντα.
ΔιαγραφήΧαχαχα. Εγώ κατάλαβα ότι συνθέτεις την ώρα του σχεδίου. ;p Και είμαι νεότατη!
ΔιαγραφήΤην ώρα του σχεδίου σχεδιάζω. Ξέρω ότι σοκαρίστηκες, αλλά έτσι είναι.
ΔιαγραφήΥΠΕΡΟΧΟΟΟΟΟΟΟΟΟΟΟΟΟΟΟΟΟΟΟΟΟ!!!!!!!!!!
ΑπάντησηΔιαγραφήΥΓ: μου αρέσει που πάντα πετάς κι έναν Χωστήρα μέσα σε ό,τι γράφεις....
Ναι, αλλά αυτός παρεξηγιέται. Πες του να μην παρεξηγιέται, γιατί θα παρεξηγηθούμε.
ΔιαγραφήΣε ποιο μάθημα βαριέσαι τόσο πολύ και τα γράφεις αυτά;
ΑπάντησηΔιαγραφήΠρόεδρας ΑΠΙ
Κανένα. Δεν είχα μάθημα όταν τα έγραφα.
ΔιαγραφήΤο ότι δεν το έκανες σε μάθημα αυτό με προβληματίζει τα μάλα!
ΔιαγραφήΕγώ, κύριος, έχω σκοπό να κάνω κάτι χρήσιμο με τη ζωή μου, όχι να βόσκω τσιπούρες.
ΔιαγραφήΠΑΡ'ΤΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑ!
Θα γίνει διεθυντής (τι θα το κάνει δηλαδή το πτυχίο)
Διαγραφήσε παρθεναγωγείο!
Πρόεδρας ΑΠΙ
Απίτη, ξέρεις κάτι; Γαμιέσαι.
ΔιαγραφήΜια απορία γεννήθηκε, μες το μυαλό και ζέχνει:
ΑπάντησηΔιαγραφήΤέχνη κοπιάρει τη ζωή, ή η ζωή την Τέχνη;
Τα όλα όσα γράφτηκαν, ήτο έμπνευσις τυχαία,
ή με Πραγματικότητα εκάνανε παρέα;
Ήτο ο πρωταγωνιστής ο μόνος που ωφελήθη,
και τουτο το κατόρθωμα θε να το φάει η λήθη;
Ή όπως επροφήτευσε κι ο μέγας Χορταρέας,
εχτός του πρωταγωνιστή, σκόραρε ο συγγραφέας;
Δυστυχώς, μόνο ο πρωταγωνιστής ακόμα. Για τον συγγραφέα, αναμείνατε στο ακουστικό σας για περαιτέρω εξελίξεις.
Διαγραφή